Κλειστά σχολεία ζητούν οι επιστήμονες, την ίδια ώρα που οι ΜΕΘ σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας στενάζουν από ασθενείς COVID. Η κυβέρνηση δηλώνει πως δεν πρόκειται να κλείσουν τα σχολεία ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει αλλαγή του μοντέλου εφόσον υπάρξει κρούσμα σε σχολική αίθουσα.
«Έχουμε εξαντλήσει όλες τις δυνατότης σαν ΕΣΥ, ζητάμε έκτακτα μέτρα που θα πρέπει να εφαρμοστούν μέχρι τα Χριστούγεννα, γιατί προβλέπω επιδείνωση της πίεσης στα νοσοκομεία, βλέπω μαύρα Χριστούγεννα. Πρέπει να είναι πιο αποφασιστική η πολιτεία, μάσκες παντού εμβολιασμένοι – ανεμβολίαστοι, lockdown των ανεμβολίαστων, «πράσινο πάσο» σε όλους τους κλειστούς χώρους. Ακόμα και τα παιδιά μας να κάνουν περισσότερες διακοπές, η μόλυνση είναι τεράστια και το ΕΣΥ δεν αντέχει», είπε χαρακτηριστικά.
Το ενδεχόμενο να κλείσουν νωρίτερα τα σχολεία για τις γιορτές των Χριστουγέννων απέκλεισε ο υπουργός Υγείας Θ. Πλεύρης , λέγοντας «Θεωρούμε ότι το εκπαιδευτικό πρωτόκολλο πάει καλύτερα από ό,τι περιμέναμε, λειτουργεί και, άρα, δεν υπάρχει λόγος να κλείσουν τα σχολεία».
Η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ για τα σχολεία
Να είναι ανοιχτά αλλά ασφαλή τα σχολεία, τόνισε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, στις διαδοχικές συναντήσεις που είχε με το Προεδρείο της Διδασκαλικής Ομοσπονδία Ελλάδας, της ΟΛΜΕ και της ΟΙΕΛΕ, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας που έχει αναλάβει για συναντήσεις με φορείς για τη λήψη μέτρων ανάσχεσης της πανδημίας. Ο κ. Τσίπρας εξέφρασε την ανησυχία του για τη διασπορά του ιού στα σχολεία και υπογράμμισε την ανάγκη λήψης μέτρων αραίωσης των τμημάτων και αλλαγής του πρωτοκόλλου του 50+1 που έχει θεσπίσει η κυβέρνηση.
«Καταθέτουμε πρόταση για να είναι εκτός από ανοιχτά και ασφαλή τα σχολεία μας» υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας, εκφράζοντας την ανησυχία του για το γεγονός ότι «πολύ μεγάλο μέρος της εξάπλωσης του ιού με βάση τα επίσημα στοιχεία προέρχεται από τους μαθητές», καθώς το 25% των κρουσμάτων αφορούν σε παιδιά. Χαρακτηριστικά ανέφερε πως με βάση τα επίσημα στοιχεία μόνο το Νοέμβριο είχαμε 45.000 κρούσματα σε μαθητές.
Όπως είπε, αν και ευτυχώς η πλειονότητα των παιδιών δεν νοσεί βαριά ή είναι ασυμπτωματικά, η κατάσταση αυτή εγκυμονεί πολύ σοβαρούς κινδύνους για τη διασπορά στην κοινότητα, διότι «τα παιδιά που είναι φορείς του ιού έρχονται στο σπίτι σε επαφή με παππούδες και γιαγιάδες».
Απαντώντας στις αγωνίες των οικογενειών και δεδομένου ότι «όλοι θέλουμε να μείνουν ανοιχτά αλλά και ασφαλή τα σχολεία» ο κ. Τσίπρας είπε πως «καταθέσαμε μία πρόταση» για αλλαγή του πρωτοκόλλου 50%+1, δηλαδή να πρέπει να νοσήσουν πάνω από τα μισά παιδιά ενός τμήματος για να κλείσει. Η πρόταση αυτή, προβλέπει όπως είπε το κλείσιμο ενός τμήματος στο πρώτο κρούσμα για 3 μόνο μέρες και την υποχρεωτική επανέναρξη των μαθημάτων μετά από 3 μέρες αφού πρώτα όλοι οι μαθητές έχουν υποβληθεί σε δωρεάν μοριακό τεστ «ώστε να σταματήσουμε την αλυσίδα της μεταδοτικότητας».
Παράλληλα, χαρακτήρισε «απαράδεκτο» το γεγονός ότι αυξάνονται οι μαθητές ανά τμήμα. «Είναι αδιανόητο στην καρδιά της πανδημικής κρίσης αντί να αραιώνουν τα τμήματα, να συγχωνεύονται, όπως έκαναν και πέρυσι» τόνισε, αποδίδοντας την επιλογή αυτή της κυβέρνησης σε «δημοσιονομικούς λόγους, μην τυχόν και προσληφθούν καθηγητές ή αναπληρωτές καθηγητές ώστε να λειτουργήσουν με λιγότερους μαθητές τα τμήματα», ενώ θύμισε ότι επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ «σε μία περίοδο που δεν υπήρχε πανδημία εμείς μειώσαμε τους μαθητές ανά τάξη για παιδαγωγικούς λόγους».
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος της ΔΟΕ, κ. Θανάσης Κικινής, εξέφρασε την ανησυχία του πως το πρόβλημα διασποράς του ιού στην εκπαιδευτική κοινότητα θα διογκωθεί με την επιδείνωση του καιρού. «Δυστυχώς επιβεβαιωνόμαστε όταν λέγαμε στην αρχή της χρονιάς ότι θα φτάσουμε να έχουμε μεγάλο αριθμό κρουσμάτων μέσα στα σχολεία ακριβώς γιατί είναι μεγάλος ο αριθμός των μαθητών μέσα στα τμήματα» σημείωσε χαρακτηριστικά, υπενθυμίζοντας ότι μετά το πρώτο κύμα «οι επιστήμονες έλεγαν 15 μαθητές ανά τμήμα και μάλιστα με συγκεκριμένους κανόνες αποστάσεων», ενώ έκανε ιδιαίτερη μνεία και στο «τεράστιο κτιριακό πρόβλημα που υπάρχει στις σχολικές μονάδες».
Ο Πρόεδρος της ΔΟΕ τόνισε πως η συζήτηση αυτή έπρεπε να έχει γίνει με την κυβέρνηση στην αρχή της σχολικής χρονιάς, καθώς τώρα «είμαστε πάλι με την πλάτη στον τοίχο, αφού φτάνουμε να συζητάμε πάλι για το πώς θα κλείσουν και για πόσο θα κλείσουν τα σχολεία, ενώ το ζητούμενο θα ήταν να μείνουν τα σχολεία ανοιχτά με συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας». Δυστυχώς η αντιμετώπιση τόσο της μαθητικής όσο και της εκπαιδευτικής κοινότητας δεν ήταν σε καμία φάση αυτή που θα έπρεπε να είναι, πρόσθεσε με αποτέλεσμα «να φτάνουμε τώρα πάλι να συζητάμε για αυτό που δε θα έπρεπε να συζητάμε, δηλαδή πώς και πόσο θα κλείσουν τα σχολεία».