Αδιαμφισβήτητη ώθηση έδωσε η πανδημία στον κλάδο του ηλεκτρονικού εμπορίου στη χώρα με παράγοντες της αγοράς να επισημαίνουν ότι πολλοί που «αναγκάστηκαν» να δοκιμάσουν τις online αγορές θα τις προτιμήσουν και μετά το πέρας της υγειονομικής κρίσης. Την ίδια στιγμή βέβαια η βεβιασμένη ψηφιακή δραστηριοποίηση πολυάριθμων καταστημάτων ώστε να περισσώσουν μέρος του τζίρου τους, οδήγησε σε κάποιες στρεβλώσεις την αγορά και σε συνθήκες άνισου ανταγωνισμού.
Το παραπάνω υπογραμμίζει μεταξύ άλλων πρόσφατη έρευνα Καναλωτών που διεξήγαγε η Επιτροπή Ανταγωνισμού και παρουσίασε στο πλαίσιο της Ενδιάμεσης Έκθεσης για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο. Σύμφωνα με αυτή τα αγκάθια του ελληνικού ηλεκτρονικού εμπορίου είναι αρκετά με κάποια εξ αυτών να κινούνται στο όριο των αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών, γι αυτό και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για την περαιτέρω υγιή ανάπτυξη της αγοράς.
Εκτοξεύτηκαν οι χρεώσεις των πλατφορμών αναζήτησης
Το πρώτο εξ αυτών που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια αλλά διογκώθηκε μετά και την άνθιση του κλάδου, είναι η αύξηση των τιμών. Ειδικότερα όπως επισημαίνεται αύξηση στις χρεώσεις των πλατφορμών προς τα ηλεκτρονικά καταστήματα που φιλοξενούν υπήρξε κατακόρυφη, ιδίως κατά τα τελευταία δύο έτη, όπου οι πλατφόρμες έχουν παρουσιάσει αξιοσημείωτη ανάπτυξη σε όρους συνεργαζόμενων επιχειρηματικών χρηστών, επισκεψιμότητας χρηστών/καταναλωτών και κύκλου εργασιών. Σε αυτό συγκλίνουν και οι απόψεις των επιχειρηματιών που συνεργάζονται με τις εν λόγω πλατφόρμες.
Ειδικότερα και όπως προκύπτει από την έρευνα η οποία εξέτασε τις μηχανές αναζήτησης ή σύγκρισης τιμών, όπως Glami, Bestprice, Kelkoo, Shopistas, Skroutz και Totos, η αύξηση που παρατηρείται στις χρεώσεις μπορεί να αγγίζει στη δημοφιλή κατηγορία των ηλεκτρονικών συσκευών και το 100% την τελευταία διετία. Ωστόσο σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες προϊόντων προκύπτουν αυξήσεις που μπορεί να αγγίζουν και το 60% μέσα σε ένα μόλις χρόνο.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το ποσό που έπρεπε να πληρώσει κάποιο κατάστημα ηλεκτρονικών συσκευών που είχε συνάψει συμφωνία για χρέωση ανά επίσκεψη κυμαινόταν τον Δεκέμβριο του 2020 μεταξύ 23-34 λεπτών από τα 15 - 19 λεπτά που ήταν ένα χρόνο πριν( Δεκέμβριο του 2019). Η αντίστοιχη χρέωση το 2018 ήταν 10 - 14 λεπτά ενώ τις χρονιές 2016 και 2017 κυμαινόταν μεταξύ 5 και 8 λεπτών.
Πέρα από το μοντέλο χρέωσης ανά επίσκεψη υπάρχουν πλατφόρμες marketplace που υιοθετούν και το μοντέλο χρέωσης ανά πώληση, όπως Skroutz και Public. Σε αυτή την περίπτωση οι προμήθειες που χρεώνουν οι δύο εταιρείες κυμαίνονται μεταξύ 3 και 12%.
Αύξηση του Online shopping σε όλους τους κλάδους
Να θυμίσουμε ότι η υγειονομική κρίση επιτάχυνε τις διαδικασίες για την έναρξη ή την ενίσχυση της
συνεργασίας των λιανοπωλητών με τις επιγραμμικές πλατφόρμες, οι οποίες έχουν παρουσιάσει
αξιοσημείωτη ανάπτυξη τόσο σε όρους συνεργαζόμενων επιχειρηματικών χρηστών και
επισκεψιμότητας χρηστών/καταναλωτών, όσο και σε όρους κύκλου εργασιών και έχουν
ενδεχομένως καταστεί, σύμφωνα με τις απόψεις των λιανοπωλητών, αναπόφευκτος εμπορικός εταίρος ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το γεγονός επιβεβαίωσε η Έρευνα των Καταναλωτών της ΕΑ κατέδειξε ότι, μεσοσταθμικά, το 81% περίπου των online καταναλωτών χρησιμοποιεί έστω σπάνια τις επιγραμμικές πλατφόρμες για την επιλογή προϊόντων, ενώ το 53% τουλάχιστον αρκετά συχνά ή συχνότερα.
Μάλιστα η διείσδυση των πλατφορμών σύγκρισης τιμών είναι πολύ σημαντική στις περισσότερες προϊοντικές κατηγορίες, καθώς οι καταναλωτές φαίνεται να χρησιμοποιούν κατά κόρον τις επιγραμμικές πλατφόρμες κατά την έρευνα αγοράς τους, ανεξάρτητα εάν οι τελευταίες αποτελούν απαραίτητα μέρος της διαδικασίας για την τελική αγορά. Για την ακρίβεια τα ποσοστά όσων χρησιμοποιούν τις πλατφόρμες αρκετά συχνά ή συχνότερα για είδη σουπερμάρκετ φτάνουν το 29%, ενώ οι κατηγορίες με τη μεγαλύτερη χρήση είναι οι ηλεκτρικές συσκευές με 76%, οι ηλεκτρονικές συσκευές με 72% και τα είδη σπιτιού με 57%.
Οι πρωταγωνιστές της αγοράς
Όσον αφορά τους πρωταγωνιστές της αγοράς, η σημαντική θέση της Skroutz έναντι των λοιπών πλατφορμών αναζήτησης και σύγκρισης τιμών είναι αδιαμφισβήτητη και αυτό αφορά όχι μόνο τη θέση της πλατφόρμας σε όρους συνεργαζόμενων καταστημάτων, αλλά και σε όρους κύκλου εργασιών, διατιθέμενων κωδικών προϊόντων και πλήθους μοναδικών επισκέψεων στην ιστοσελίδα της πλατφόρμας. Σταθερά στη δεύτερη θέση ως προς τις ανωτέρω διαστάσεις, βρίσκεται η BestPrice.
Ωστόσο μεταξύ των δύο κύριων πλατφορμών marketplace (Skroutz και Public) και συγκρίνοντας την εξέλιξη του κύκλου εργασιών προκύπτει ότι η θέση της Public ως πλατφόρμα marketplace είναι ισχυρότερη σε σχέση με αυτήν της Skroutz.
«Χειραγώγηση» των τιμών
Το πρόβλημα ωστόσο δεν περιορίζεται στις χρεώσεις αλλά επεκτείνεται και στους προμηθευτές με τους συμμετέχοντες στην έρευνα να κάνουν λόγο για χειραγώγηση των τιμών.
Συγκεκριμένα όπως επισημαίνει η έρευνα, οι προμηθευτές συχνά επιβάλουν τιμολογιακούς αλλά και άλλους περιορισμούς στις κάθετες συμφωνίες που συνάπτουν με τους λιανοπωλητές με στόχο να προστατεύσουν την φήμη των προϊόντων και των εμπορικών σημάτων τους, να περιορίσουν τα φαινόμενα free-riding και παράλληλα να δώσουν κίνητρα στους λιανοπωλητές προκειμένου να βελτιώσουν τις παρεχόμενες στους καταναλωτές υπηρεσίες τους.
Ανεξαρτήτως όμως της πρόθεσή τους, η ολοένα αυξανόμενη τιμολογιακή διαφάνεια, η οποία είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης των διαδικτυακών πωλήσεων και των αντίστοιχων υπηρεσιών που προσφέρονται από τις επιγραμμικές πλατφόρμες, μπορεί να οδηγήσει και τους λιανοπωλητές να πιέσουν στους συνεργαζόμενους προμηθευτές τους, προκειμένου να χειραγωγηθούν οι τιμές ή να εξασφαλιστεί ένα συγκεκριμένο περιθώριο κέρδους τους.
Από την ανάλυση των απαντήσεων των προμηθευτών στα ερωτηματολόγια της ΕΑ, διαπιστώνεται
καταρχάς το αυξημένο ενδιαφέρον των προμηθευτών για τις τιμές στις οποίες μεταπωλούνται τα
προϊόντα τους μέσω του διαδικτυακού καναλιού διανομής. Πιο συγκεκριμένα, η συντριπτική
πλειονότητα των προμηθευτών δήλωσαν ότι έχουν υιοθετήσει πολιτική προτεινόμενων τιμών
μεταπώλησης, η οποία εκδηλώνεται είτε άμεσα (75%), είτε έμμεσα, μέσω συστάσεων ως προς τη μέγιστη τιμή μεταπώλησης, , το περιθώριο κέρδους των λιανοπωλητών ή την κλίμακα εκπτώσεων που μπορούν να εφαρμόζουν οι τελευταίοι.
Η εικόνα ωστόσο που παρουσιάζουν οι λιανοπωλητές διαφέρει αρκετά με αρκετούς εξ αυτών να
αναφέρουν ότι η τιμολογιακή πρακτική των προμηθευτών συνίσταται στον καθορισμό των τιμών
μεταπώλησης, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Στους έμμεσους τρόπους συγκαταλέγεται η επιβολή συγκεκριμένης κλίμακας εκπτώσεων επί των τιμών λιανικής, η ελάχιστη διαφημιζόμενη τιμή, ή ακόμα και το καθορισμένο περιθώριο κέρδους ή και η ταύτιση των τιμών λιανικής κατά τις διαδικτυακές και μη διαδικτυακές πωλήσεις. Μάλιστα κάποιοι αναφέρουν ότι οι πλατφόρμες τους εμποδίζουν να θέσουν υψηλότερη τιμή στη συνεργαζόμενη πλατφόρμα από ότι στο διαδικτυακό τους κατάστημα.
Εικόνα
Προβληματισμό δημιουργούν και οι αξιολογήσεις των μηχανών αναζήτησης, πολλές εκ των οποίων σύμφωνα με τους λιανοπωλητές είναι κακόβουλες και ψευδείς με σκοπό την δυσφήμιση των προϊόντων από ανταγωνιστές - τα συστήματα αξιολόγησης και η εγκυρότητά τους προβληματίζουν 6 στους 10 προμηθευτές.
Ουσιαστικά ο προβληματισμός έγκειται στο γεγονός ότι, καθώς δεν υπάρχει επαρκής έλεγχος των αξιολογήσεων από τις πλατφόρμες αναζήτησης, δεν υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου από πλευράς τους του κατά πόσον η αξιολόγηση αφορά σε επιβεβαιωμένο πελάτη Αντίστοιχους προβληματισμούς ανέφερε σχεδόν το σύνολο των λιανοπωλητών όσον αφορά τις αξιολογήσεις των ηλεκτρονικών καταστημάτων. Ειδικότερα, οι περισσότεροι εκ των λιανοπωλητών αμφισβητούν την αξιοπιστία των συστημάτων αξιολόγησης υπό το πρίσμα ότι συχνά δεν «φιλτράρονται» οι αρνητικές ή ψευδείς αξιολογήσεις, δημιουργώντας ουσιαστικά μια πλασματική εικόνα για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου καταστήματος.
Στο ίδιο πλαίσιο, οι Φορείς υπογραμμίζουν ότι τα συστήματα αξιολόγησης προϊόντων και καταστημάτων λιανεμπορίου στις μηχανές αναζήτησης και σύγκρισης τιμών αποτελούν σημαντικά εργαλεία για τη βελτίωση της επιχειρηματικής στρατηγικής των επιχειρήσεων αλλά και οδηγό για την πραγματοποίηση αγοράς από τον καταναλωτή και συνεπώς είναι σημαντικό να διασφαλίζεται η μη χειραγώγηση αυτών από μέρους των διαχειριστών των επιγραμμικών πλατφορμών.
Πρόσθετα εμπόδια
Επιπλέον, σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στην έρευνα εντοπίζονται και κάποια ακόμα εμπόδια που λειτουργούν αποτρεπτικά στη δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Στα εν λόγω εμπόδια περιλαμβάνονται:
- Το υψηλό κόστος δημιουργίας, λειτουργίας και προώθησης ενός ηλεκτρονικού καταστήματος το οποίο επηρεάζει ακόμα περισσότερο τις μικρού μεγέθους επιχειρήσεις. Η δραστηριοποίηση στο ηλεκτρονικό εμπόριο προϋποθέτει υψηλές δαπάνες όχι μόνο για τη σύσταση ενός ηλεκτρονικού καταστήματος αλλά και μετέπειτα για την ορθή λειτουργία του(πχ απόκτηση συστήματος διαχείρισης πελατών, εκπαιδευμένο προσωπικό) καθώς και για τη διαφημιστική προώθησή του. Το μέγεθος του προβλήματος αυτού διογκώνεται σε συνδυασμό με τον αμέσως επόμενο παράγοντα.
- Η δυσχέρεια πρόσβασης των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση για τη δραστηριοποίησή τους στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Κατά την άποψη ορισμένων μερών, τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα δεν αξιοποιούνται από τις ίδιες επαρκώς για σκοπούς ανάπτυξης σχετικής δραστηριότητας. Πέραν αυτού, πολλοί ερωτηθέντες φορείς σημείωσαν ότι τα ισχύοντα προγράμματα δεν είναι επαρκώς στοχευμένα στο ηλεκτρονικό εμπόριο με αποτέλεσμα να μην καλύπτονται εξειδικευμένες ανάγκες και προς αυτό το σκοπό η αξιοποίηση των μελλοντικών πόρων θα πρέπει να σχεδιαστεί προσεκτικά. Την ίδια στιγμή, είναι δύσκολη η λήψη χρηματοδότησης από πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία αποφεύγουν να χρηματοδοτήσουν μικρού μεγέθους επιχειρήσεις προτιμώντας επιχειρήσεις με μεγάλη πελατειακή βάση.
- Η έλλειψη των απαραίτητων γνώσεων. Πλείστες επιχειρήσεις δεν διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις προκειμένου να οργανώσουν και να σχεδιάσουν «omnichannel» στρατηγική, ενώ παράλληλα είναι δυσεύρετο το εξειδικευμένο προσωπικό. Πέραν όμως της έλλειψης τεχνικής φύσεως γνώσεων, οι ελλιπείς γνώσεις των επιχειρήσεων αφορούν και στο ισχύον (πολύπλοκο) ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τον κλάδο του ηλεκτρονικού εμπορίου.
- Η σειρά υποχρεώσεων και γραφειοκρατικών διαδικασιών που αντιμετωπίζουν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, όπως, για παράδειγμα, η ύπαρξη παρωχημένων διατάξεων, η μη συστηματική ερμηνεία από τις αρχές, η απαίτηση έκδοσης πολλών διοικητικών αδειών που σχετίζονται με την πολυκαναλική δραστηριοποίηση, αλλά και οι επιβαλλόμενες από το ΓΚΠΔ διατυπώσεις.
- Η δυσκολία έως και πλήρη αδυναμία πρόσβασης των επιχειρήσεων σε δεδομένα καθιστά δυσχερή την περαιτέρω ανάπτυξή τους στο ηλεκτρονικό εμπόριο καθώς δεν μπορούν ευχερώς να προσαρμοστούν στις ανάγκες των καταναλωτών, τις συναλλακτικές τους συνήθειες και προτιμήσεις.
- Τέλος αναφορά γίνεται και στο κόστος χρήσης υπηρεσιών πληρωμών και ιδίως το κόστος προμήθειας του τεχνικού εξοπλισμού (POS) και οι υψηλές χρεώσεις των τραπεζών για ηλεκτρονικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τη χρήση κάρτας αποτελούν πραγματικά εμπόδια δραστηριοποίησης στο ηλεκτρονικό εμπόριο ιδίως για τις μικρότερες επιχειρήσεις
https://www.insider.gr/epiheiriseis/184482/ta-agkathia-toy-ellinikoy-online-shopping