Χρονιάρες μέρες και αν δεν γέμιζαν οι ταβέρνες και τα μπουζούκια τότε, όπως και σήμερα με κόσμο, γέμιζαν τα σπίτια. Μέρες γιορτών και οι νοικοκυρές από πριν, έπρεπε να τα ετοιμάσουν όλα και να κουραστούν, για να έχουν το τέλειο αποτέλεσμα. Θραύσματα της μνήμης, μας θυμίζουν το φωτισμένο καραβάκι των ναυτικών ή το παραδοσιακό στολισμένο δέντρο, που έστεκε καμαρωτό σε περίοπτη θέση του σπιτιού, φορτωμένο με γλόμπους, γυαλιστερά μπαλόνια και πολύχρωμα φωτάκια. Στη βάση του η καρτούλα με τη Θεία Γέννηση του Χριστού, νοσταλγικά να μας φέρνει κοντά, τους ναυτικούς και τους ξενιτεμένους μας. Οι σκοτούρες πολλές για τη νοικοκυρά, με τον ίδιο μοναδικό σκοπό, για την απόλυτη καθαριότητα και τον στολισμό του σπιτιού.
Πρώτα από όλα, τα εθιμοτυπικά γλυκά, από το Χριστόψωμο, τους κουραμπιέδες λουσμένους στη ζάχαρη άχνη, τα μελομακάρονα βουτηγμένα στο σιρόπι και στο μέλι και τη ξεχωριστή γιορτινή Βασιλόπιτα, με το κρυμμένο φλουρί. Όλες οι συνταγές της γιαγιάς και βέβαια του Τσελεμεντέ, βγαλμένες από το συρτάρι, έτσι για να μοσχοβολήσει το σπίτι, με βανίλια και κανέλλο-γαρύφαλλα. Μεγάλο άγχος, ώστε να επιτύχει η παραγέμιση του κόκορα ή του διάνου, δηλ της γαλοπούλας και να ψηθεί καλά στο φούρνο της γειτονιάς. Έπρεπε να γίνει η παλιά συνταγή, χωρίς κάστανα και κουκουνάρια, αλλά με τα μυρωδικά και τα μπαχαρικά του σπιτιού. Όλα του κόσμου τα αγαθά, θα απλωθούν πάνω στο καλό- στρωμένο ευρύχωρο τραπέζι, με το γιορτινό τραπεζομάντηλο, με τα καλά τα σερβίτσια της προίκας, τα κρυστάλλινα ποτήρια και τα γυαλιστερά, ακριβά μαχαιροπήρουνα.
Περιμένουν όλοι την εθιμοτυπική, γιορτινή επίσκεψη, με έτοιμα τα καλό τυλιγμένα δώρα και τα ευπαρουσίαστα γλυκίσματα. Την τελευταία ημέρα η νοικοκυρά, έτρεχε για να προλάβει το κομμωτήριο, για νύχια και μαλλιά, σε λάχανο ή σε κότσο, σύμφωνα με την τρέχουσα μόδα. Η κομψότητα στο ντύσιμο ανάλογα με το προσωπικό στυλ, σοβαρή, κλασική, να αποπνέει αξιοπρέπεια. Όσο για τη διάθεση, πρέπει να είναι φιλόξενη και ευγενική, για τους καλεσμένους συγγενείς.
Αφού οι μπλεγμένοι συγγενικοί δεσμοί και οι περίπλοκοι οικογενειακοί ιστοί, στο γενεαλογικό δέντρο, επιβάλλουν να προσκληθούν όλοι οι συγγενείς, θα μαζευτούν, τα Χριστούγεννα στο ένα σπίτι και την Πρωτοχρονιά στο άλλο. Μαζί με τον φόρτο της αποστολής ευχετήριων καρτών, μέσω του γειτονικού ταχυδρομείου, κτυπούσε ασταμάτητα και το σταθερό τηλέφωνο, αγγελιαφόρος ευχών και προσκλήσεων. Το μεγάλο γεγονός της ετήσιας οικογενειακής μάζωξης, των λαμπερών Γιορτών στα σπίτια, έμοιαζε από ευχάριστο, μέχρι βαρετό και αδιάφορο, ιδίως για τα νεότερα μέλη και τα παιδιά της μεγάλης οικογένειας.
Τώρα αν και τους καλοδέχονταν τα αδέλφια, τα εξαδέλφια, τα εγγόνια και τα δισέγγονα, πάντα υπήρχε μια παγωμένη ατμόσφαιρα μεταξύ τους, που έμοιαζε πότε φιλική, πότε εχθρική και πότε αφόρητα βαρετή, που δεν την διέλυαν ούτε τα επιτραπέζια παιχνίδια στο τάβλι, στο σκάκι, στο φωτεινό παντογνώστη ή στη Μονόπολη. Όλος ο συγκεντρωμένος κόσμος των συγγενών και ο καθένας, με τον ιδιόμορφο χαρακτήρα του. Ο νοικοκύρης έπρεπε να κρατήσει τις ισορροπίες και τις ίσες αποστάσεις, παράλληλα δε να απαντά στο σταθερό τηλέφωνο, που κτυπούσε για τα Χρόνια Πολλά. Αλλά και να κρατά μαζί με τις υποχρεώσεις του και το έθιμο της μπουλιστρίνας, για τα παιδιά που του έκαναν το Πρωτοχρονιάτικο ποδαρικό.
Η πεθερά να λοξοκοίταζει την νύφη και η νύφη να αγριοκοιτάζει την πεθερά, που μπούκωνε τα εγγόνια της, με διάφορα γλυκά και φαγητά. Ο δεξιόστροφος, πλούσιος συντηρητικός, ανύπαντρος σοβαροφανής και ορκισμένος στριμμένος εργένης, μαγκούφης θείος, με τις μεσαιωνικές ιδέες και την αυστηρότερη κριτική, όσο προσπαθεί να ηρεμήσει από το βρεφικό κλάμα, του νεογέννητου μπέμπη, άλλο τόσο εποφθαλμιούν τα ανίψια τις παχυλές, τραπεζικές καταθέσεις του.
Ο ίδιος υιοθετώντας ιδιαίτερο ντύσιμο, αποτελεί πνεύμα αντιλογίας, ιδίως στον πολίτικο λόγο. Στην αντίπερα όχθη, ο μπατζανάκης του νοικοκύρη, μια κλασική περίπτωση γλεντζέ και ανθρώπου έξω καρδιά, που ήταν η ψυχή στα μπουζούκια, στις ταβέρνες και στα ξενύχτια. Δίπλα του η υπάκουη σύζυγος, συνηγορούσε σε όλα σιωπηλά και ας μην πολύ -καταλάβαινε, την κάθε του κουβέντα. Στη μέση του τραπεζιού ο κουνιάδος και η συμβία, καθώς και η συννυφάδα, η διαζευγμένη πεταχτούλα, απομεινάρι των θρυλικών Χίπις και του κάμπινγκ, με το πρόχειρο μποέμικο ντύσιμο, του στυλ ‘ό, τι βρήκα φόρεσα’.
Στην κορυφή του μεγάλου τραπεζιού, ο πάτερ φαμίλιας, καμαρώνει τα βλαστάρια του, για τις υψηλές τους γνώσεις και τις αθλητικές επιδόσεις τους. Την κόρη, φοιτήτρια της ιατρικής και το γιο, φοιτητή της νομικής. Η μητέρα και αεικίνητη νοικοκυρά, αρχηγός όλων και διαχειρίστρια των πάντων, σε ρόλο πυροσβέστη.
Ο παππούς και οι γιαγιά, λιγομίλητοι και κουρασμένοι, απόμαχοι της σκληρής ζωής, που κουβαλούν την εμπειρία και την σοφία τους, ώριμοι θεατές, στο πλούσιο γιορτινό τραπέζι, με πρωταγωνιστή το ροδοψημένο πουλερικό. Τα πολιτικά θέματα βρίσκουν τους συνδαιτυμόνες, σε ζωηρή διαβούλευση τύπου γειτονικού καφενείου, με ατέρμονες αντιπαραθέσεις. Ο βολεμένος στο Δημόσιο, από την ομήγυρη γαμβρός, καπνίζει το αυτοσχέδιο τσιγάρο του και αντιστέκεται σθεναρά στους πύρινους λόγους, της νεαρής αριστερής, μαχόμενης επαναστάτριας και προοδευτικής αγωνίστριας, που υποστηρίζει τα χιλιάδες δικαιώματα των εργαζομένων αλλά καμία υποχρέωση. Είναι η αντισυμβατική νεαρά σπουδάστρια, που αντιτίθεται στον γάμο, βλέποντας τους δυο αρραβωνιασμένους απέναντί της, δηλαδή την ξαδέρφη της και τον αγαπημένο της.
Ωστόσο όλες οι πλευρές, προσπαθούν να επιβάλλουν τον λόγο τους και τις απόψεις τους, μέχρι που η νοικοκυρά θα φέρει τον καλοψημένο κόκορα, με τη μοσχοβολιστή γέμιση και τότε όλοι σταματούν να μιλούν, γιατί θα μασούν. Την ώρα του γλυκού, αρχίζουν οι αμπελοφιλοσοφίες επί παντός επιστητού, για κοσμοθεωρίες και τρέχοντα επίκαιρα προβλήματα, όπως για τους πολέμους, για το κλίμα, τις φυσικές καταστροφές, την οικονομία, την εγκληματικότητα, για την άμυνα της χώρας. Για την πολιτική μπερδεύονται, ανάμεσα στους δεξιούς, τους αριστερούς, τους κεντρώους και το λευκό. Καθώς επίσης, έχουν λόγο και για τα Θρησκευτικά θέματα και ας μην έχουν ιδέα από Θεολογία ή για τα Διαστημικά ζητήματα και ας έχουν βγάλει μόνο το Δημοτικό Σχολειό, με την αξέχαστη Γεωγραφία του.
Οι άντρες περνούν στο Γήπεδο και μάχονται για το ποδόσφαιρο σθεναρά, αν ο Ολυμπιακός είναι καλύτερος από τον Παναθηναϊκό και η ΑΕΚ από τον ΠΑΟΚ. Κάπου στο τέλος του τραπεζιού, κάθεται και η μακρινή ξαδέρφη, ανύπαντρη και χολοσκασμένη, για τη μοναξιά που την κέρασε η μοίρα της και που όλοι περιμένουν να κληρονομήσουν, την παλιά κλασσική, ακριβή της μονοκατοικία και τις κρυμμένες βαθιά στο σεντούκι, χρυσές λίρες.
Αυτή και αν στραβομουτσουνιάζει ενώ όλα της φαίνονται άνοστα και άγευστα, όσο πνίγει τον πόνο της, ίσως για ένα ανεκπλήρωτο κρυφό έρωτα, στο κρασί το κοκκινέλι.
Το απόγευμα μετά το γλύκυσμα, όταν η ασπρόμαυρη τηλεόραση, έφερε με την ΕΡΤ, το Δημοτικό γλέντι με τα νησιώτικα και τον Πάριο στο Σπίτι, έριξαν όλοι και λίγα συρτά και καλαματιανά γύρω από το τραπέζι, έτσι για το καλό του χρόνου. Τυχερά τα οικόσιτα ζωάκια, τα σκυλάκια, τα γατάκια και οι κοτούλες, που θα μαζέψουν τα αποφάγια, από το πλούσιο γιορτινό τραπέζι.
Είναι μεγάλη η απόφαση να περάσει κάποιος τις μεγάλες γιορτές και να θυσιάσει τον πολύτιμο ελεύθερο χρόνο του, με τους οικογενειακούς συγγενείς, μακρινούς και κοντινούς, έστω και μια φορά το χρόνο, για να μην τον χαρακτηρίσουν εγωιστή και ακατάδεκτο. Άλλα και μεγάλη υπόθεση είναι για τον νοικοκύρη και για την νοικοκυρά, να δεχτούν και να ανεχτούν, τόσους συγγενείς, με τον καθένα να κουβαλά την διαφορετική δική του προσωπικότητα και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Όλοι τους ένα εκρηκτικό ανθρώπινο μείγμα, αφού δεν είναι και όλα τα δάκτυλα ίδια.
Μια εκρηκτική συνταγή, οικογενειακής ωρολογιακής βόμβας, έτοιμη να σκάσει, σε ένα φαιδρό σκηνικό. Ωστόσο πάλι όλοι θα πουν, είμαστε μια ωραία οικογένεια και δεν βαριέστε, χρονιάρες μέρες γιορτινές είναι αυτές και πρέπει όλοι να τις χαρούμε.
Χρόνια Πολλά και Καλή Χρονιά.
(Ξανθίππη Αγρέλλη)