Εφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 76 ετών, ο τραγουδιστής Γιάννης Φλωρινιώτης. Ο γνωστός καλλιτέχνης νοσηλευόταν εδώ και περίπου μια εβδομάδα στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Σύμφωνα με πληροφορίες, είχε βαρύτατο πνευμονικό εμφύσημα και κατέληξε από καρδιακή ανακοπή.
Γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου του 1947 και το όνομα του κατοπινού σταρ της πίστας, γνωστού για την φανταχτερή περιβολή, ήταν Γιάννης Αποστολίδης.
Τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν εύκολα, έζησε ορφανοτροφείο γιατί -όπως είχε αποκαλύψει- η μητέρα του δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τον μεγαλώσει.
Ξεκίνησε να τραγουδάει σε ηλικία 14 ετών και -κάποια χρόνια μετά- άλλαξε το επώνυμο του σε Φλωρινιώτης, αντλώντας έμπνευση από τη Φλώρινα, τον γενέθλιο τόπο του.
Ο Φλωρινιώτης βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου τραγούδησε δίπλα σε μεγάλους ρεμπέτες, μεταξύ των οποίων οι Μάρκος Βαμβακάρης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Λαύκας, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Θεόδωρος Πολυκανδριώτης, αλλά και με τη Ρίτα Σακελλαρίου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 70′, φτάνει για πρώτη φορά στην Αθήνα, όπου αρχίζει την καριέρα του στο λαϊκό τραγούδι και στις πίστες.
Δουλεύει σε διάφορα κέντρα, τραγουδώντας και χορεύοντας, πάντα ντυμένος εκκεντρικά.
Είχε επιτυχία, ωστόσο δέχθηκε και σκληρή κριτική.
Στη δισκογραφία, έκανε την πρώτη του εμφάνιση με το άλμπουμ «Τώρα Θέλω Τώρα», που έγινε χρυσό.
«Ήθελα να γίνω δεσπότης, έγινα υπερπαραγωγή»
Το βασικό χαρακτηριστικό του Φλωρινιώτη, αυτό που τον ξεχώριζε από τον οποιονδήποτε άλλον στο καλλιτεχνικό στερέωμα, ήταν οι ενδυματολογικές του προτιμήσεις – εκκεντρικές, χωρίς όριο. «Ημουν πάντα πολύ πιο μπροστά από την εποχή μου. Λάνσαρα το λαμέ σε μια εποχή όπου η Ελλάδα ήταν κολλημένη σε συντηρητικές νόρμες, άκουσα τα εξ αμάξης, αλλά ήρθε η εποχή που με μιμήθηκαν όλοι. Αγαπούσα το αστραφτερό, όπως οι τραγουδιστές στο Λας Βέγκας. Από παιδί έδειχνα αδυναμία σε οτιδήποτε γυάλιζε. Μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο και κάθε Κυριακή που μας πήγαιναν στην εκκλησία παρατηρούσα τους παπάδες με τα χρυσά άμφια και τα πετράδια που άστραφταν και ένιωθα μαγεμένος… Ηθελα να γίνω δεσπότης. Οταν έπιασα κάποια καλά χρήματα στα χέρια μου, έγινα αυτό που φανταζόμουν: υπερπαραγωγή».
kathimerini.gr