Τον ξεσηκωμό των Ελλήνων το 1821 η πλειονότητα των σύγχρονων ιστορικών μελετητών θεωρεί ως ένα μέγιστο πολιτικό γεγονός με σαφέστατο εθνικό προσανατολισμό, που στόχευε στην απόκτηση μιας ανεξάρτητης ελληνικής κρατικής υπόστασης. Δεν ήταν μια «αστική» επανάσταση με τη στενή της έννοια, όπως έγραψε ο Γ. Κορδάτος, ούτε απλά ένας «απελευθερωτικός πόλεμος» ή «αγώνας της ανεξαρτησίας», όπως υπήρξε ο Αμερικανικός. Ο ξεσηκωμός υπήρξε εθνικός απλά και μόνο, επειδή αυτός ήταν ο στόχος των Ελλήνων επαναστατών.
Αλλ’ ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Απ’ τα πρώτα χρόνια της ξενικής του κυριαρχίας ο Ελληνισμός χρησιμοποίησε τον όρο Γ έ – ν ο ς. Έναν όρο που σήμαινε τους ανθρώπους κοινής καταγωγής, οι οποίοι συνδέονταν μεταξύ τους με κοινά πατριωτικά αισθήματα. Πρωτοσυναντάμε τη λέξη «γένος» ενωμένη με τη λέξη «Ελλήνων» σε έγγραφο του Αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, περί τα μέσα του 13ου αιώνα, παρόλο που η γνησιότητα αυτού του εγγράφου αμφισβητείται από μερικούς. Το «Γένος των Ελλήνων» δήλωνε ως διακριτή οντότητα, πολιτική και πολιτισμική, την κοινότητα του ιστορικού παρελθόντος των κατοίκων και τους δεσμούς και υποχρεώσεις τους μπροστά στο παρόν και στο μέλλον ( Βλ. Κων/νου Σβολόπουλου, Η γένεση της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, 2006, σ.σ.8-10). Συναντούμε επίσης και τις εκφράσεις: το ρωμαϊκόν γένος, το ημέτερον γένος, το τρισάθλιον γένος και στους Έλληνες Γραμματικούς του 14ου – 15ου αιώνα. Ο όρος γενικεύθηκε τη στιγμή της διάσπασης του Βυζαντινού Κράτους, συνδέθηκε με το γεγονός αυτό και μεταβλήθηκε σε μαχητική δύναμη ( Βλ. Διον. Ζακυθηνού, Η Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 1965, σ.σ. 38—41 ). Απέναντι στην πρόκληση της τουρκικής κατάκτησης αντιστάθηκε τότε συνειδητά όχι μόνο η ηγέτιδα τάξη των λογίων αλλά και ο λαός με το δημώδη λόγο του. Η ενέργεια του Γένους, που συνδέθηκε αρχικά με τις συντηρητικές ροπές της Εκκλησίας - άλλωστε η Ορθοδοξία συμβόλιζε από τότε την ένωση της Πίστης με το Γένος - θα μεταβληθεί σε μαχητική δύναμη. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως ήταν αυτό που στρατεύτηκε και ανέλαβε την ηγεμονική πρωτοβουλία του Ελληνικού Γένους.
Η Κωνσταντινούπολη των Πατριαρχών, η διοικητική (λαϊκή) αριστοκρατία των Φαναριωτών, ο θεσμός των μεγάλων διερμηνέων των μέσων του 17ου αιώνα και οι Παραδουνάβιοι Έλληνες Ηγεμόνες των αρχών του 18ου αιώνα διαμόρφωσαν μετά την Άλωση την κοινωνική, ηθική και πνευματική πραγματικότητα του Ελληνισμού του Γένους.
Ο Ελληνισμός της Διασποράς και τα υπό την επίδρασή του τελούντα κέντρα της Ελλάδας θα διαμορφώσουν με τη σειρά τους την κοινωνική, ηθική και πνευματική πραγματικότητα του Έ θ ν ο υ ς. Λέγοντας «Έθνος» εννοούμε ένα ομοιογενές σύνολο ανθρώπων, με δεσμούς καταγωγής και κοινό ιστορικό παρελθόν, κοινά στοιχεία πολιτισμού, κοινά ιδανικά και δράσεις, συνήθως με κοινή γλώσσα και θρησκεία και με συνείδηση διαφοράς από άλλα σύνολα ανθρώπων. Σπουδαίος είναι και ο ορισμός που έδωσε κάποτε ο Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Γ. Δ. Δασκαλάκης: «Έθνος είναι η ιδέα που προέρχεται απ’ το λαό, εκφράζει τη συνείδηση της ενότητάς του, εκδηλώνει τη θέληση κοινής ζωής, τείνει προς τη δημιουργία δικής του ανεξάρτητης κρατικής οργάνωσης κι εξωτερικεύεται στην κοινή καταγωγή, κατοικία, γλώσσα, τύχη, θρησκεία και πολιτισμό» ( Βλ. Γ.Δ. Δασκαλάκη, Εισαγωγή στο Δημόσιο Δίκαιο, Αθήνα 1950, σ.σ. 74-75). Διαφορετικός από τον όρο του «έθνους», με κοινωνιολογικό όμως μανδύα, είναι ο όρος της ε θ ν ό τ η τ α ς , που μας δίνει ο Anthony D. Smith στο βιβλίο του: “Τhe Ethnic Origins of Nations”, Oxford, Basil Blackwell, 1986. Την «εθνότητα» εκλαμβάνει ως μια μορφή εκτεταμένης οικογενειακής καταγωγής, μια πολιτιστική ετερότητα συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας.
Στον ελλαδικό χώρο επικράτησε η έννοια του «εθνισμού» ως η ενεργητική κατάφαση της ιδέας του έθνους, που εκφράζεται με τη φιλοπατρία και στοχεύει στην ελευθερία, η οποία αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση ενός σύγχρονου δημοκρατικού Κράτους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οδηγηθήκαμε συνειδητά, χωρίς κλυδωνισμούς, στον Ελληνισμό του Έθνους.
Και για να επανέλθουμε στο λίγο πριν απ’ την Επανάσταση του 1821 πολιτικό διακύβευμα, να πούμε ότι για τους Έλληνες ριζοσπάστες Διαφωτιστές και τους Φιλικούς που θ’ ακολουθήσουν, αυτό επιτεύχθηκε με γνώμονα την ελευθερία. Το Έθνος συγκροτήθηκε γι’ αυτούς συνειδησιακά ως ανεξάρτητη πολιτική κοινότητα και μόνο, που υπακούει στην εφαρμογή της «αρχής των εθνοτήτων». Κι έρχεται ο ξεσηκωμός, η επαναστατική τάση που επικράτησε μετά τους εμφυλίους, για να δώσει σάρκα και οστά στην υπόσταση ενός εθνικού κράτους. Η ελευθερία θα ενσαρκωθεί στη διαμόρφωση του εθνικού μας κράτους με όρους όμως ευρωπαϊκούς και ιδίως με τους όρους που διαμορφώθηκαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Ο Ελληνικός Διαφωτισμός τελικά θ’ αποτελέσει μικρό τμήμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, στον οποίον είχαν ήδη μεταφυτευθεί από Έλληνες λόγιους οι ζωογόνοι σπόροι του ελληνοβυζαντινού πολιτισμού που κινδύνευε να χαθεί. Στην Ελλάδα, ωστόσο, μετά την απελευθέρωση δεν συναντούμε τα μεγάλα και καινοτόμα μεγέθη σκέψης, επιστήμης και τέχνης που γνωρίζουμε στ’ άλλα ευρωπαϊκά έθνη.
Έτσι μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους οι έννοιες του «εκσυγχρονισμού» και της «ανάπτυξης» θα ταυτιστούν συνειρμικά με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ό, τι δικό μας, γνήσια ελληνικό, αρχέγονο, παραδοσιακό, συνεχές στο χρόνο και στον τόπο, λόγιο και λαϊκό, όπως ζυμώθηκε στο διάβα τόσων αιώνων, θα βρεθεί δυστυχώς σε δεύτερη μοίρα. Άλλα πρότυπα και άλλες αξίες θα μας επιβληθούν άνωθεν από τους Ευρωπαίους. Θα προσχωρήσουμε, μάλιστα, τελευταία και στο δόγμα της «παγκοσμιοποίησης», που ενοχοποιεί το «έθνος» για την υποχώρηση των «δικαιωμάτων» μας, απλά και μόνο γιατί θέλουμε να λεγόμαστε «προοδευτικοί» και «εκσυγχρονιστές» ( Βλ. Γ. Κοντογιώργη, Περί έθνους και ελληνικής συνέχειας, 2011, σ.σ.21,27,28,115-116). Έτσι στις μέρες μας μαζί με τα δικά μας λάθη κι ελαττώματα (διχόνοια, επιπολαιότητα, προχειρότητα, δουλικότητα, μιζέρια, εγωκεντρισμό, φιλοπρωτία κ.α.) πληρώνουμε και τα λάθη των Ευρωπαίων εταίρων μας.
Είναι καιρός, 200 χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, να διδαχθούμε επιτέλους απ’ τα παθήματά μας και να εγκολπωθούμε τα Οικουμενικά Ιδεώδη του Ελληνισμού, που κι αυτοί ακόμη οι Ευρωπαϊκοί Λαοί δεν απαρνήθηκαν και που χωρίς αυτά θα βρεθούμε στο περιθώριο της Παγκόσμιας Ιστορίας. Είναι τα ιδεώδη με τα οποία γαλουχήθηκαν οι πρόγονοί μας κι έχυσαν το αίμα τους για τη δική μας την ελευθερία, την ενιαία κρατική μας οντότητα και ανεξαρτησία.