Οι αρχές του 20ου αιώνα αποτέλεσαν μια ταραχώδη περίοδο για την επιβατική κίνηση και το θαλάσσιο εμπόριο της Μεσογείου. Η λέπρα ακόμα δεν κατανοούνταν επαρκώς, ενώ το φάρμακο της θα καθυστερούσε για ακόμα τέσσερεις δεκαετίες. Τα λιμάνια και εμπορικά κέντρα του κόσμου μαστιζόταν από εποχιακές εξάρσεις λοιμωδών νοσημάτων, όπως η ευλογιά και η χολέρα. Ήδη από τον προηγούμενο αιώνα η καραντίνα και η απομόνωση στα λεγόμενα «λαζαρέτα»[1], ελλείψει μεθόδων ίασης, ήταν τα κύρια εργαλεία για την καταπολέμηση επιδημιών.
Οι Βρετανοί, είχαν πρωτοστατήσει στην ανάπτυξη τέτοιων μεθόδων και χώρων απομόνωσης στις αποικίες τους και τους εμπορικούς δρόμους που τις διέτρεχαν. Οι καραντίνες και τα λαζαρέτα θεωρούνταν ότι εξασφάλιζαν την υγειονομική ασφάλεια και κατ’ επέκταση την ομαλή ροή του διεθνούς εμπορίου. Το κόστος μιας βραχυπρόθεσμης καθυστέρησης στην οικονομική δραστηριότητα ήταν προτιμότερο από τις απρόβλεπτες οικονομικές και υγειονομικές συνέπειες μιας γενικευμένης πανδημίας. Εκτός της λογικής του μικρότερου κακού όμως, οι καραντίνες είχαν και γεωπολιτική διάσταση. Η εγκαθίδρυση τέτοιων ζωνών ελέγχου αύξησε την παρεμβατική ικανότητα της κεντρικής αυτοκρατορικής διοίκησης και άρα τον βαθμό κυριαρχίας της πάνω σε ζωτικές γεωγραφικές περιφέρειες μακριά από το κέντρο.
Όσον αφορά τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μόνιμες καραντίνες και χώροι απομόνωσης είχαν στηθεί στους πιο στρατηγικούς εμπορικούς σταθμούς του Αιγαίου και της Μεσογείου. Το λεπροκομείο της Λάρνακας, προϊόν εν πολλοίς Βρετανικής πίεσης, είναι ένα παράδειγμα αυτής της πρακτικής. Άλλωστε, η Κύπρος αποτελούσε σημαντικό ενδιάμεσο σταθμό τόσο για το οθωμανικό όσο και για το βρετανικό εμπόριο[2].
Καραντίνες και λαζαρέτα όμως, είχαν εγκαθιδρυθεί και στα σημερινά Δωδεκάνησα. Η Κως, για παράδειγμα, διέθετε μόνιμους και ημιμόνιμους χώρους καραντίνας, τόσο κοντά στην Πόλη όσο και στην Καρδάμενα[3]. Η Πάτμος από την άλλη, φέρεται να τίθεται σε καραντίνα μόνον σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Το 1903 ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά για τον παραδοσιακό εμπορικό χώρο του νησιού. Η λέπρα αν και σε ύφεση συνέχιζε να είναι μόνιμο πρόβλημα[4]. Στη Σμύρνη, με την οποία η Πάτμος διατηρούσε σημαντικούς δεσμούς, είχε ξεσπάσει επιδημία ευλογιάς[5]. Στην Αλεξάνδρεια, ίσως το σημαντικότερο λιμάνι για τα πλοία των Δωδεκανήσων, είδη από τα τέλη της προηγούμενης χρονιάς, είχαν εμφανιστεί κρούσματα χολέρας[6]. Αυτά αποτελούσαν μέρος της 6ης Πανδημίας Χολέρας που διήρκησε από το 1899 μέχρι το 1923.
Στο πλαίσιο αυτό, τρία οθωμανικά έγγραφα διηγούνται το ιστορικό ενός παρ’ ολίγο διπλωματικού επεισοδίου. Τα έγγραφα αυτά αποτελούν την εσωτερική αλληλογραφία μεταξύ των «Υπουργείων» Εσωτερικών και Εξωτερικών της Αυτοκρατορίας (Dahiliye Nazareti και Hariciye Nazareti) και μας δείχνουν τόσο την εσωτερική διαπάλη μεταξύ δύο πτερύγων του ιδίου κρατικού μηχανισμού, όσο και τις διαφορετικές προτεραιότητες τους για την επίλυση ενός λεπτού ζητήματος.
Τον Μάρτιο του 1903[7] το κρουαζιερόπλοιο, Romunson ή Ρόμπινσον, προσέγγισε την Πάτμο. Ανάμεσα στους επιβαίνοντες του πλοίου ήταν ο λόρδος Bagot και η «σύζυγος» του. Στα οθωμανικά έγγραφα το επίθετο του προαναφερθέντος έχει γραφθεί ως Bayot, ενώ ο ίδιος χαρακτηρίζεται με τους όρους “lord” και “as?lzade”, δηλαδή λόρδος και ευγενής. Υποθέτω, με κάποιους ενδοιασμούς, ότι πρόκειται για τον βαρόνο William Bagot τον 4ο καθώς φαίνεται ότι λίγους μήνες μετά το περιστατικό που περιγράφεται στα οθωμανικά έγγραφα, τον Ιούλιο 1903, παντρεύτηκε την Lillian Marie May[8]. Θα ήταν εύλογο λοιπόν να θεωρήσουμε ότι αυτός και η μέλλουσα σύζυγος του διήγαν μια κάποιου είδους προγαμιαία κρουαζιέρα στην Μεσόγειο και το Αιγαίο[9].
Αν κρίνουμε από τα συμφραζόμενα, κατά την αποβίβαση του στο νησί, το ζεύγος θα έπρεπε να περάσει από τον σταθμό της καραντίνας. Εκεί θα εξεταζόταν και οι αρχές θα θεωρούσαν τα διαβατήριά τους. Κατά την πάγια πρακτική, τα διαβατήρια επικυρώνονταν με μια σφραγίδα που έφερε, στην οθωμανική γραφή, την ένδειξη «υγιής», «ύποπτος», «μολυσματικός», ανάλογα με την περίπτωση. Αυτό όμως δεν έγινε. Το ζευγάρι μάλλον προσπέρασε τον σταθμό ελέγχου και τράβηξε κατευθείαν για τον Γροίκο, τοποθεσία που ακόμα και σήμερα είναι από τις πιο τουριστικές του νησιού, καθώς διαθέτει μια αρκετά μεγάλη παραλία. Πιθανότατα λοιπόν, ο λόρδος Bagot και η μνηστή του συνελήφθησαν μόνον εφόσον γύρισαν στο κρουαζιερόπλοιο και αφού είχαν κάνει το μπάνιο τους.
Δύο από τα τρία έγγραφα μνημονεύουν ότι οι ενέργειες τους αποτελούσαν παράβαση του «νόμου περί υγειονομικών εγκλημάτων» (cera’im-i s?hh?ye kanunu), που είχε τεθεί σε ισχύ το 1884, για την καταπολέμηση της χολέρας[10]. Το προβλεπόμενο πρόστιμο για τέτοιες περιπτώσεις έφτανε τις 8 χρυσές λίρες. Για να γίνει κατανοητή η βαρύτητα της ποινής ας σημειωθεί ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1930[11], παρόλο που η αξία της ήταν κατά πολύ χαμηλότερη, μια χρυσή λίρα ισοδυναμούσε με περίπου 140 κιλά κρέας. Με άλλα λόγια, ο βαρόνος Bagot καλούνταν να πληρώσει σε νόμισμα το ισοδύναμο ενός και παραπάνω τόνου κρέατος. Θα μου πείτε, τί είναι ένας τόνος κρέας για έναν βαρόνο; Και όμως, από ότι φαίνεται ο λόρδος Bagot αρνήθηκε να πληρώσει το πρόστιμο. Σε απάντηση οι οθωμανικές αρχές κατέσχεσαν τα διαβατήρια του ιδίου, της συζύγου του, και μερικών άλλων προσώπων που τους είχαν ακολουθήσει στην παραλία του Γροίκου, αγνοώντας την Καραντίνα.
Η κατάσχεση των διαβατηρίων μελών της βρετανικής αριστοκρατίας είχε κινητοποιήσει την Αγγλική Πρεσβεία. Σε τηλεγράφημα του Υπουργείου Εσωτερικών προς την Νομαρχία των Νήσων της Άσπρης Θάλασσας (Cezair-i Bahr-i Sefid Vilayeti), στις 2 Απριλίου 1903, μαθαίνουμε ότι η Αγγλική Πρεσβεία είχε υποβάλει αίτημα για την ανάκτηση των διαβατηρίων. Αυτό σημαίνει ότι η κατάσχεση των διαβατηρίων στην πράξη θα ακυρωνόταν. Ο Βρετανός Πρέσβης θα παρέδιδε με την πρώτη ευκαιρία τα διαβατήρια πίσω στους κατόχους τους, οι οποίοι μη έχοντας πληρώσει κανένα πρόστιμο, θα γλίτωναν από τον νόμο χωρίς καμία συνέπεια.
Επίσης, πρέπει να υποθέσουμε ότι η Πρεσβεία είχε κινηθεί σε συνεννόηση με το Υπουργείο Εξωτερικών της Αυτοκρατορίας. Το Υπουργείο Εξωτερικών ιεραρχούσε την διατήρηση καλών σχέσεων με την Βρετανία υψηλότερα από την απαρέγκλιτη τήρηση της νομιμότητας. Πόσο μάλλον αν προσθέσουμε ότι στις αρχές του 20ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρίσκονταν σε δεινή θέση έναντι των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Ήταν εξαρτημένη από τα κεφάλαια τους. Είχε χάσει σε πολέμους εναντίον τους, και μεγάλο μέρος του εμπορίου της ήταν πλέον στα χέρια ευρωπαϊκών εταιρειών.
Πάραυτα, το επόμενο τηλεγράφημα από το Υπουργείο Εσωτερικών προς το Υπουργείο Εξωτερικών, στις 5 Μαΐου του ιδίου έτους, απαιτεί να ακυρωθεί η διαδικασία ανάκτησης των διαβατηρίων. Το Υπουργείου Εσωτερικών διαμηνύει ότι
«σχετικά με την παράδοση των διαβατηρίων στην Πρεσβεία» πρέπει να εφαρμοστούν οι κυρώσεις που προβλέπονται από τον προαναφερθέντα νόμο.
Είναι φανερό ότι το Υπουργείο Εσωτερικών δεν θέλει να δώσει την εντύπωση επιλεκτικής μεταχειρίσεις έναντι στον νόμο. Το να μπορεί κάποιος πολιτικά ισχυρός να διαφύγει του νόμου δεν αποτελεί απλά σκάνδαλο, αλλά στην περίπτωση αυτή και ευθεία αμφισβήτηση της κυριαρχίας του κράτους στην ίδια την επικράτεια του. Η Μεγάλη Βρετανία επιδίδεται εδώ σε προβολή ισχύος και επιβάλει σε μια δεύτερη, θεωρητικά αυτόνομη και ανεξάρτητη κρατική οντότητα, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το ποιος υπόκειται και ποιος δεν υπόκειται στους νόμους της. Με άλλα λόγια, το Υπουργείο Εσωτερικών προσπαθεί να προστατέψει την εσωτερική τάξη και νομοθεσία της Αυτοκρατορίας από την πιθανότητα να καταστούν υποτελείς στο βρετανικό πολιτικό συμφέρον.
Παρ’ όλα αυτά, το Υπουργείο Εσωτερικών έχασε την μάχη. Σε επίσημη επιστολή, στις 10 Ιουνίου 1903, το Υπουργείο Εξωτερικών ενημερώνει το Υπουργείο Εσωτερικών ότι έχει εξασφαλίσει αυτοκρατορικό φιρμάνι για την επίδοση επίσημων ταξιδιωτικών εγγράφων, που ισοδυναμούν με διαβατήρια, στον δραγομάνο (μεταφραστή) της Αγγλικής Πρεσβείας. Ταυτόχρονα προειδοποιεί ενάντια στην επανάληψη «αυτού του τύπου μη επιθυμητών καταστάσεων» (bu mesellü ahval-i gayr-i maraziyenin men-i vuku’i). Η ειρωνεία είναι ότι εδώ η «μη επιθυμητή κατάσταση» είναι η προάσπιση των εσωτερικών συμφερόντων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απέναντι στην ισχύ μιας εξωτερικής δύναμης.
Βλέποντας την σημερινή κατάσταση της Μεγάλης Βρετανίας, με τον εμπνευστή της «ανοσίας της αγέλης» στην εντατική, οι κακοπροαίρετοι θα πουν ότι οι Βρετανοί έχουν κάποιο διαχρονικό πρόβλημα στην διαχείριση του υγειονομικού επείγοντος. Μια δεύτερη ανάγνωση όμως, μας υπενθυμίζει ότι δεν είμαστε όλοι πάντοτε ίσοι απέναντι στις πανδημίες και στα μέτρα περιορισμού της διάδοσης τους. Άλλοι μένουν να πληρώνουν πρόστιμα, έστω και αν δεν έχουν την χρηματική ικανότητα, και άλλοι, αυτοί που έχουν επιρροή και πολιτική ισχύ, ενώ παρανομούν, την γλιτώνουν με μια μικρή ενόχληση. Ακόμα περισσότερο η μικρή αυτή περιπέτεια του λόρδου Bagot μας ξεκαθαρίζει ότι η εθνική κυριαρχία ενός κράτους καθορίζεται και περιορίζεται από την ισχύ των κρατών με τα οποία αυτό αλληλεπιδρά και συγκρούεται. Το πεδίο σύγκρουσης βέβαια αλλάζει. Κάποτε ήταν το διαβατήριο ενός ευγενή. Τώρα, στην εποχή της πανδημίας κορονοϊού, είναι η προμήθεια προστατευτικού-υγειονομικού υλικού από της διεθνείς αγορές για την ενίσχυση των εθνικών συστημάτων υγείας
[1] Τα λαζαρέτα ήταν δομές απομόνωσης νοσούντων και ύποπτων κρουσμάτων λοιμωδών νοσημάτων. Ο όρος προέρχεται από τον Λάζαρο της Καινής Διαθήκης. Ο όρος χρησιμοποιούνταν κυρίως για τα λεπροκομεία.
[2] Birsen Bulmus, Plague, Quarantines and Geopolitics in the Ottoman Empire, Edinburgh University Press, 2012 καιhttp://www.sosyalarastirmalar.com/cilt8/sayi39_pdf/2tarih_siyaset_uluslararasiiliskiler/dinc_guven.pdf
[3] https://geogeodifhs.blogspot.com/2019/08/blog-post_59.html και https://geogeodifhs.blogspot.com/2019/06/blog-post_76.html
[4]http://www.sosyalarastirmalar.com/cilt8/sayi39_pdf/2tarih_siyaset_uluslararasiiliskiler/dinc_guven.pdf
[6] United States Public Health Service, Report of the Federal Security Agency: Public Health Service, Government Printing Office, 1904, σελ. 63.
[7] Οι ημερομηνίες που αναφέρονται έχουν μεταφερθεί στο Γρηγοριανό Ημερολόγιο από το ημερολογιακό σύστημα Ρουμί (Rumi).
[9] Το ότι τα οθωμανικά έγγραφα αναφέρονται στην συνοδό του λόρδου Bagot ως σύζυγο (zevçe), και όχι ως μνηστή, δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση. Αυτό οφείλεται μάλλον στον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο λόρδος Bagot σύστησε την μνηστή του στις αρχές.
[10] Murat Yolun, Salg?n Hastal?klar ve Ceza Kanunu Aras?ndaki Iliski Üzerine: Osmanl? Imparatorlugu’ndaki Ceraim-i S?hhiye Kanunu, Turkiye Klinikleri J Med Ethics, 24,2016.
[11] https://www.sabah.com.tr/ekonomi/2012/03/07/turk-lirasinin-169-yillik-tarihi. Για το κόστος ζωής βλέπε, Ferdidun Ergin, Birinci Dünya Savas?nda ve Atatürk Döneminde Fiyatlar ve Gelirler, Atatürk Arast?rma Merkezi Dergisi, ΙΙΙ,7, 1986.