Γράφει η ΄Ελλη Καρανίκα
Στις 13 Μαρτίου του 1964, μια νέα γυναίκα, η Κάθριν Τζενοβέζε γύριζε σπίτι από τη βραδινή της βάρδια,στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, σε μια πυκνοκατοικημένη αστική περιοχή.Μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας της, ένας αγνωστός της αντρας, ο 29χρονος (τότε) Γουίνστον Μόουζλι, παντρεμένος με τρία παιδιά, την πλησίασε και την μαχαίρωσε πολλές φορές. Όταν η Κάθριν άρχισε να φωνάζει βοηθεια,
φώτα άναψαν στις κοντινές κατοικίες, κουρτίνες κουνήθηκαν στα παράθυρα αλλά κανείς δε βγήκε να δει τι συνέβαινε. Ο Μόουζλι , βλέποντας οτι κανένας δεν αντέδρασε καταμαχαίρωσε πάλι την κοπέλα που ανέπνεε ακόμα και ανενόχλητος ασέλγησε πάνω στο νεκρό σώμα.Η απεχθής αυτή εγκληματική πράξη διήρκεσε 35 λεπτά. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Μάρτιν Γκέινσμπεργκ στο Νιου Γιορκ Ταιμς, για πάνω από μισή ώρα 38 σεβαστοί, νομοταγείς πολίτες στο Κουίνς παρακολούθησαν έναν δολοφόνο να κυνηγά και να μαχαιρώνει μια γυναίκα μέχρι θανάτου, χωρίς να κάνουν τίποτα, χωρίς καν να τηλεφωνήσουν στην αστυνομία, που ειδοποιήθηκε και έφτασε όταν ήταν πολύ αργά.΄Ολο αυτό το διάστημα η γυναίκα πάλευε, φώναζε, εκλιπαρούσε για βοήθεια. Μια βοήθεια που δεν ήρθε ποτέ, αφού οι γείτονες, οι φίλοι και γνωστοί της παρακολουθούν την αργή δολοφονία της σαν να βλέπουν ταινία τρόμου. Οι δικαιολογίες που δοθηκαν ηταν οι γνώριμες: «Δεν ήθελα να ανακατευτώ»,«Νόμιζα πως θα την βοηθήσει κάποιος άλλος», “Φοβόμουν” κ.α. Ο Μοουζλι, εντοπίστηκε τυχαία χρόναι μετά. Ομολόγησε ότι είχε δολοφονήσει και δύο ακόμα νεαρές γυναίκες. Υποβλήθηκε σε ψυχιατρικές εξετάσεις με τους γιατρούς να αποφαίνονται ότι είναι νεκρόφιλος. Δεν δήλωσε μετανιωμένος και πέθανε το 2018,σε ηλικία 81 ετών έχοντας εκτίσει 52 χρόνια στη φυλακή.
Αργότερα η ψυχιατρική επιστήμη θα δώσει το όνομα της Κ. Τζενοβέζε στο φαινόμενο της μαζικής αδράνειας μπροστά στο έγκλημα. Ο επίσημος ιατρικός όρος είναι το «φαινόμενο του παρατηρητή» (The bystander effect) με βάση το οποίο «Όσο περισσότεροι είναι οι μάρτυρες κάποιου δυσάρεστου γεγονότος, όπως επίθεση ή ατύχημα, τόσο λιγότερο υπεύθυνος αισθάνεται ο καθένας, γιατί η ευθύνη καταμερίζεται ισομερώς στο πλήθος». ΄Οσο ο αριθμός των μαρτύρων μειώνεται τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να βοηθήσουν. Στους πολλούς το πλήθος θεωρεί πως κάποιος ΑΛΛΟΣ θα κάνει κάτι. Διαπιστώνεται δηλαδή ότι είναι λάθος να αισθανόμαστε περισσότερο ασφαλείς μέσα σε ένα μεγάλο πλήθος. Είναι πιο πιθανό να σε βοηθήσει ο ένας και μοναδικός σου γείτονας, παρά όλοι αυτοί οι άνθρωποι, συνήθως άγνωστοι, που συνωστίζονται στις πολυκατοικίες τριγύρω σου και σε προσπερνούν στους πολυσύχναστους δρόμους. ”Η μοναξιά μας γίνεται μεγαλύτερη μέσα στο πλήθος”, επαληθεύονται οι ποιητές(-αλλά δεν μας χρειάζεται και...Υπουργός Μοναξιάς- διορίστηκε στην Ιαπωνία!)
Δύο κοινωνικοί ψυχολόγοι, ο Ντάρλεϊ και ο Λατανέ,δεν ενδιαφέρθηκαν για τη διεστραμμένη προσωπικότητα του δολοφόνου αλλά για μια παράμετρο πιο συνταρακτική: Την στάση των παρατηρητών, την απροθυμία τους να βοηθήσουν.Εκτίμησαν ότι η στάση των παρατηρητών ξεπερνά την συναισθηματική απάθεια και κρύβει κάτι βαθύτερο, ίσως και πιο αρχέγονο.Προκειμένου να μελετήσουν τι ήταν αυτό που τους εμπόδισε να αντιδράσουν,προχώρησαν στο περίφημο πείραμά τους για την έννοια «διάχυσης της ευθύνης»:η ευθύνη διαχέεται και σιγά απλά σβήνει . Για την εκτίμηση του “επείγοντος”, ο ανθρώπινος εγκέφαλος επηρεάζεται 50% από το ίδιο συμβάν και κατά 50% από τη στάση των άλλων παρευρισκόμενων!! Αν οι άλλοι δεν αντιδρούν, ο εγκέφαλος ερμηνεύει εσωτερικά την κατάσταση ως μη επείγουσα.(Συστήνω ανεπιφύλακτα το βιβλίο «Το κουτί της Ψυχής», της Lauren Slater, εκδόσεις Οξύ, σχετικά με ανάλογα κοινωνικά πειράματα ).
Οι ειδικοί σημερα συζητούν την ανάγκη εκπαίδευσης του «απλού θεατή» που καλείται να επέμβει ή να «σπάσει τη σιωπή» (bystander intervention) για ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία μας:στην γειτονιά, στο σχολείο, στο παν/μιο,στην εργασία, στο διπλανό σπίτι.Το εκπαιδευμένο στο «σιγάν» άτομο,δεν θα κληθεί ποτέ να λογοδοτήσει για ποιον λόγο μενει αδρανές οταν “ακούει” κραυγές βοήθειας ή “βλέπει” σημάδια κακοποίησης σε γυναίκα, παιδί, ηλικιωμένο, ζώο κ.α. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει ”Κάτι είχαμε καταλάβει αλλά πού να φαναταστούμε...κλπ”-λες και η ζωή δεν ξεπερνά την πιο (νοσηρή) φαντασία! Και μπορεί να μας καταδυναστεύει για καιρό εκείνη η σιωπή, η ατολμία ή αδιαφορία, όταν η βία που δεν καταγγείλαμε γίνει εγκληματική. ΄Ολοι εμείς που τώρα στοιχιζόμαστε πίσω από τις απανταχού Σοφίες και άλλους κακοποιημένους καλλιτέχνες ή καθημερινούς ανώνυμους, αν ψάξουμε βαθειά μέσα μας , μάλλον θα βρούμε ότι έχουμε κατ΄επανάληψη σιωπήσει όταν οφείλαμε να μιλήσουμε αλλά διστάσαμε από φόβο ή δεν θέλαμε “φασαρίες”.(Στην Ευρώπη ο όρος “what-about-ism”αναφέρεται στο “εσυ τι έκανες γι΄αυτο”; )Συμμαθητές, σύζυγοι, συνάδελφοι, φίλοι, γονείς, προπονητές, δάσκαλοι, συγγενείς, προϊστάμενοι, σύντροφοι που σήμερα εμφανιζόμαστε σοκαρισμένοι από τις αποκαλύψεις, δήθεν έκπληκτοι όταν συμβαίνει αυτό που δεν τολμούσαμε να παραδεχτούμε ότι ήταν αναμενόμενο να συμβεί.
Ακόμη κι αν αποδειχθεί ότι κάποια καταγγελία μπορεί να είναι “ώριμο τέκνο της οργής” του θύματος από ανάλογα τέτοια βιώματα στον εργασιακό του χώρο ή ακόμη και σκόπιμη διαστρέβλωση γεγονότων, η βία που αποκαλύπτεται σε τόσες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής μας, δεν αφορά μόνο τα περιστατικά που γίνονται πρωτοσέλιδα από τον χώρο των σελέμπριτις και κατακλύζουν τον δημόσιο βήμα, ως κυρίαρχο θέμα στις ειδήσεις.Το κάθε ροζ κουτσομπολιό δεν μπορεί να μπαίνει στην ίδια μοίρα με το σεξουαλικό κακούργημα. Η βία που αποκαλύπτεται αφορά την φύση του ανθρώπου ως hommo sapiens.΄Ομως έτσι ήταν πάντα τα πραγματα κάτω από την επιφανειακή αναγνωσή τους.Οι κοινωνίες δομήθηκαν και εκπαιδεύτηκαν σε σχέσεις εξουσιαστικές του ισχυρότερου επί του αδύναμου.Και επειδή δεν μπορούμε δυστυχώς να ανατρέψουμε τις σχέσεις αυτές από την μια μέρα στην άλλη, καιρός είναι, αν θέλουμε στοιχειωδώς να επικαλούμαστε το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, να πάρουμε κάποιες αποφάσεις. Και μπορεί τα προσωπικά περιστατικά να αφορούν την Δικαιοσύνη αλλά η κουλτούρα εκφοβισμού αφορά εμάς, την Κοινωνία.Νομοθετικά κενά, χρονοβόρες ποινικές διαδικασίες, το δικαίωμα προσφυγής στην ποινική δικαιοσύνη, το σοβαρό ζήτημα της απόδειξης, ο χρόνος παραγραφής είναι θεσμοθετημένα έτσι ωστε συχνα να μένουν ατιμώρητοι οι θύτες.
Παρότι η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να συμπλέει πάντα με την κοινή γνώμη,απαιτείται παραδειγματική τιμωρία των θυτών . Όμως μια τιμωρία αποκομμένη από την βαθύτερη μελέτη των αιτιων που γεννούν, τρέφουν και συντηρουν όχι μόνο την έμφυλη βία αλλά κυρίως την βία ως άσκηση εξουσίας πολλών μορφών, από κάθε “ισχυρόν” σε κάθε “αδύναμο”, απλώς ικανοποιεί προσωρινά το κοινό αίσθημα αλλά “και με το φως των λύκων επανέρχεται....”, που γράφει κι η Ζηράνα Ζατέλλη! Αναγνωρίζουμε το θάρρος στους άνδρες και γυναίκες που καταγγέλουν έστω πολλά χρόνια μετά, την βία που έχουν εισπράξει (αν και αντιδρώντας νωρίτερα μπορεί πολλές άλλες γυναίκες να ειχαν γλυτώσεια από παρόμοιες καταστάσεις). Αναγνωρίζουμε όμως και τον φόβο μπρος στην καταγγελία, αόριστο και συγκεκριμένο.“Η πηγή του φόβου βρίσκεται στο μέλλον. Όποιος απελευθερώνεται από το μέλλον δεν έχει να φοβηθεί τίποτα”, γράφει ο Μίλαν Κούντερα.Αυτη την απελευθέρωση να επιδιώξουμε. Προφανώς,στην καθ΄ημάς καθημερινότητα,μακριά από τις σελεμπριτις, η πραγματικότητα που ορίζουν οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες σε κάθε τοπική κοινωνία, είναι διαφορετική. Η καταγγελία λεκτικής, σωματικής, ψυχικής βίας που υφίστανται ή υπέστησαν τα πρόσωπα της διπλανής μας πόρτας, δεν θα έχει την αντιμετώπιση που έχει η καταγγελία επωνύμων.Δεν θα τα υποδεχτεί η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ούτε θα τους συμπαρασταθεί ονομαστικά ο Πρωθυπουργός ούτε θα παραμείνει πρώτη είδηση.Τουλάχιστον ας μην αποτραπεί και κυρίως να υποστηριχθεί.
Για να τολμήσει το θύμα την καταγγελία χρειάζεται να (απο)δείξουμε έμπρακτα ως κοινωνία ότι Εμείς που είμαστε δίπλα, βλέπουμε,ακούμε, νοιαζόμαστε,αντιδρούμε, είμαστε μαζί του.Να πείσουμε ότι καταρρίπτουμε τις συστάσεις προς τα... υποψήφια θύματα για την συμπεριφορά τους (σε ντυσιμο, ωράριο κυκλοφορίας, επικοινωνία κ.α.) προκειμένου να μην “προκαλέσουν”!Να μιλήσουμε! Το πρώτο και αναγκαίο θαρραλέο βήμα που σπάει τη σιωπή, πρέπει να το ακολουθήσει και ένα δεύτερο. Η υπόθεση ενός θύματος να γίνει υπόθεση όλων μας.Γιατί το καλύτερο περιβάλλον της σεξουαλικής βίας και γενικά της έμφυλης βίας είναι η σιωπή. Κρίκοι στην ίδια αλυσίδα με την έμφυλη σεξουαλική βία είναι εξάλλου και ο πολιτικός σεξισμός. Οταν οι γυναίκες είναι σχεδόν πολιτικά αόρατες, αόρατη γίνεται η συστηματική παρενόχληση των γυναικών στους χώρους εργασίας,οι βιασμοί, η σεξουαλική κακοποίηση,οι γυναικοκτονίες κλπ κι αδρανείς οι διεθνείς συμβάσεις για την προστασία τους.
Μακάρι κάθε υπενθύμιση της ατομικής συν-ευθύνης να μπορεί να αποτρέψει μια επόμενη περίπτωση Κάθριν,Ελένης, Σούζαν, Ζακ, Σοφίας, Νίκου, Μαρίας, Άννας κ.α.- ατόμων διαφόρων ηλικιών, φύλου, χρώματος, εργασιακού και κοινωνικού χώρου -είτε η βία ασκείται μπροστά στα μάτια μας είτε πίσω από τον διπλανό μας τοίχο. Να κάνουμε σαφές ότι και δεν θα σωπάσουμε και μας νοιάζει και θα ανακατευτούμε και “δική μας δουλειά είναι”, και “θα χώσουμε την μύτη μας” και δεν “θα κάτσουμε φρόνιμα στ΄αυγά μας” και “θα βγάλουμε μαζί το φίδι από την τρύπα του” -σπάζοντας το αυγό του φιδιού!Οι υγιείς κοινωνίες μετατρέπουν το συναίσθημα σε πράξεις.Να σπάσουμε την σιωπή των αμνών. «Ο κόσμος είναι επικίνδυνος, όχι εξαιτίας αυτών που κάνουν το κακό, αλλά εξαιτίας αυτών που τους κοιτάζουν χωρίς να κάνουν τίποτα.»(Αϊνστάιν)