ΓΡΑΦΕΙ Η ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΑΓΡΕΛΛΗ
Τις έλεγαν και ‘αποσπερίδες ή ποσπερίδες’, βεγγέρες και βραδινές βίζιτες αυτές τις επισκέψεις. Μόλις σουρούπωνε και η νοικοκυρά τέλειωνε τις σπιτικές δουλειές της και ο νοικοκύρης ταχτοποιούσε και συμμαζεύετε τα ζωντανά στα κτήματα του, για να τα προστατεύσει από την παγωνιά της νύχτας, ξεκινούσαν οι επισκέπτες με το σούρουπο για το ποσπέρισμα. Αν η νύχτα ήταν γλυκιά χωρίς καταιγίδες, ετοιμάζονταν είτε πεζοί είτε με τα υποζύγια, για την βραδινή και συνήθως Σαββατιάτικη ή Κυριακάτικη βεγγέρα.
Πολλές φορές, έπαιρναν στην νυχτερινή επίσκεψη και τα παιδιά τους. Οι επισκέψεις αυτές, ήταν συνηθισμένες ιδίως τις Γιορτινές μέρες και τις συναντάμε συχνά μέχρι και σήμερα στις απομακρυσμένες μάντρες, στις στάνες καθώς και στα αραιοκατοικημένα χωριά. Η βραδινή αυτή επίσκεψη, η βεγγέρα, είχε και μια προετοιμασία. Οι επισκέπτες γέμιζαν μια πάνινη τσάντα ή ένα πλεκτό καλάθι, με μερικά ξηροκάρπια, όπως καρύδια, αμύγδαλα και ηλιόσπορους. Επίσης ξηρούς σπόρους, από τα πεπόνια, τα καρπούζια και τα κόκκινα κολοκύθια. Συνήθιζαν να παίρνουν ένα μπουκάλι κρασί, πρόσθεταν και σύκα ξερά, καθώς και σταφίδες. Αν είχαν φετινό γλυκό στοματάκι ή φρέσκο γλυκό κυδώνι, έπαιρναν ένα βάζο. Εκτός από τα γλυκά του κουταλιού, οι νοικοκυρές ανάλογα με την γιορτινή εποχή, γέμιζαν το καλάθι με Χριστουγεννιάτικα γλυκά, όπως κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Φορτωμένοι οι επισκέπτες με πεσκέσια, δηλ δώρα έφταναν στο χαμηλόκτιστο, καλό ασπρισμένο και νοικοκυρεμένο σπίτι, όπου η νοικοκυρά φρόντιζε να τα έχει όλα έτοιμα και να τους περιμένει. Το σπίτι αυτό ήταν φιλικό, συγγενικό ή γειτονικό και η επίσκεψη με τα σχετικά κεράσματα γρήγορα θα είχε την ανάλογη ανταπόδοση.
Μακριές οι νύχτες, του άκαρδου Χειμώνα, παγερές και αφιλόξενες. Τις ζέσταινε όμως το αναμμένο τζάκι και τις φώτιζαν εκτός από την πανσέληνο, που τρύπωνε από τα μικρά παράθυρα του χαμηλού σπιτιού και οι λάμπες του πετρελαίου.
Γύρω από την θαλπωρή του τζακιού, στην πέτρινη πεζούλα, την ντυμένη με χοντρά μάλλινα στρωσίδια και υφαντές κουρελούδες, μαζεύονταν όλοι όσοι συμμετείχαν στην νυχτερινή βεγγέρα ή την βραδινή αποσπερίδα.
Συνήθως τα παιδιά έπαιζαν ξεχωριστά σε μιαν άκρη, αυτοσχέδια παιχνίδια όπως ο μίτος, η πιπεριά, η κρεμάλα και τα πεντόβολα ή πετράδια .
Κάτω από το ωχρό φως της λάμπας, οι άντρες κρατώντας ένα αυτοσχέδιο σέρτικο τσιγάρο και το κομπολόι στα ροζιασμένα τους χέρια, συζητούσαν για όλους και για όλα. (Τότε δεν υπήρχε η απαγόρευση για το κάπνισμα και οι γηραιότεροι άναβαν και ξύλινη πίπα.) Κεντρικό θέμα που τους ενδιέφερε πιότερο ήταν το μαξούλι τους, δηλ πόσα μόδια λάδι έβγαλαν οι ελιές τους, πόσα καντάρια καρπούς απέδωσαν οι κήποι τους και πόσο πολύ αποδοτικός ήταν ο καλοθρεμμένος χοίρος, στα τελευταία χοιροσφάγια τους.
Λίγο πιο πέρα, οι γυναίκες κάθονταν γύρω από το χαμηλό τραπεζάκι το σινί και ετοίμαζαν το τρατάρισμα, δηλ το κέρασμα των βραδινών μουσαφίρηδων. Τα φιλέματα που φρόντιζε να ετοιμάσει η οικοδέσποινα, ήταν μεζέδες από χοιρινές μπουκιές, λίγα ντολμαδάκια από τα αποξηραμένα αμπελόφυλλα , πράσινες ελιές τσακιστές, τυρί κόκκινο της τυριάς η κρασσοτύρι της πόσσας, αυγά σφικτά βρασμένα και διάφορα ξηροκάρπια. Όλα αυτά τα συνόδευαν με κρασί ντόπιο, ρακί ή ούζο, ανάλογα τι διέθεταν. Τα παιδιά τα περίμενε ζεστό γάλα ή βραστικό με αλισφακιά, δυοσμαράκι, τσάι του βουνού κλπ.
Στην νυχτερινή αποσπερίδα , εκτός από τις έγνοιες για την συγκομιδή, αναφέρονταν πολλές φορές και σε ιστορίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της σκληρής Γερμανικής Κατοχής. Επειδή ήταν πρόσφατες, συχνά τις διάνθιζαν με περισσότερη φαντασία, ώστε να γίνονται πιο ενδιαφέρουσες. Όπως εκείνη της φτωχής βοσκόπουλας, που όταν το Ιταλικό χτυπημένο αεροπλάνο, έπεσε μπροστά στην στάνη τους στα βουνά της Αντιμάχειας, αυτή και η μάνα της έσωσαν τον πληγωμένο συγκυβερνήτη, αφού ο πιλότος είχε πια σκοτωθεί. Εφαρμόζοντας την Ιπποκρατική πρακτική ιατρική, με διάφορα τονωτικά βραστικά και βότανα, τον περιέθαλψαν με πολλή αγάπη και τον έκρυψαν από τους σκληροτράχηλους Γερμανούς. Εκείνος με αισθήματα ευγνωμοσύνης αφού πήρε αγάπη, έδωσε παίρνοντας για πάντα στο πολύβουο Μιλάνο της Ιταλίας την φτωχή κοπέλα που τον έσωσε. Παντρεύτηκαν, απέκτησαν δυο υπέροχα παιδιά και έζησαν ευτυχισμένοι, μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, ερχόμενοι πολλές φορές στο νησί και στο χωριό τους ως τουρίστες.
Ιστορίες πολεμικών κατορθωμάτων και γενναιότητας, ήταν αυτές που οι κάτοικοι της υπαίθρου με την δική τους σθεναρά αντίσταση, έγραφαν καθημερινά. Όπως να συλλαμβάνουν τους ανελέητους Γερμανούς κατακτητές και να τους ρίχνουν σε απύθμενα πηγάδια ή να τους κατακαίνε σε σφραγισμένους φούρνους, ρισκάροντας τη ζωή την δική τους και όλου του χωριού τους, με σκληρά αντίποινα αν προκαλούσαν τον εχθρό.
Τέτοιες και πολλές άλλες ιστορίες, συντρόφευαν τις βραδινές αποσπερίδες. Οι γυναίκες κρατώντας ένα βελονί, για να πλέξουν περίτεχνες δαντέλες με λεύκη κλωστή ή μεγάλες βελόνες για να πλέξουν μάλλινα σκουφάκια, γάντια και πουλόβερ, ξέπλεκαν και χίλιες δυο ιστορίες. Συζητώντας, περνούσαν την ώρα τους σχολιάζοντας τις πιο ζωηρές του χωριού, που φορούσαν φανταχτερά ρούχα και φορτωνόταν κοκκινάδια, σουλουμάδες και βαριές μυρωδιές, για να συναντήσουν κρυφά τον μπερμπάντη, τον ζωηρό γυναικά του χωριού.
Φυσικά δεν έλλειπαν στις βραδινές αποσπερίδες και τα προξενέματα. Τα προξενιά ‘μαγειρεύονταν’ καλά στις νυχτερινές βεγγέρες και τα τελείωνε η ειδική και μοναδική προξενήτρα του χωριού. Πολλές φορές η ίδια εκτελούσε και χρέη μαμής.
Αν κάποιο νέο ζευγάρι, κατάφερνε κρυφά να δημιουργήσει και να διατηρήσει ρομαντικές προσωπικές σχέσεις, πάλι η προξενήτρα έπαιζε σημαντικό και πρωτεύοντα ρόλο για την αίσια έκβαση του ειδυλλίου.
Οι βραδινές βεγγέρες συχνά διακόπτονταν από τα βραδινά γιορτινά Κάλαντα, είτε από την εισβολή των Αποκριάτικων μεταμφιεσμένων, τις λεγόμενες καμουζέλλες ή τα αλαφάκια. Αν η αποσπερίδα τύχαινε τα Φώτα, οι τυχεροί συνδαιτυμόνες, θα δοκίμαζαν νόστιμους “μαρμαρίτες”, φτιαγμένους με χυλό και ψημένους πάνω στο καυτό μάρμαρο. Μετά τηγανισμένους και περιχυμένους, με μέλι αγνό και κανέλλα. Πολλές φορές, οι βραδινές επισκέψεις, γίνονταν για να γευθούν όλοι μαζί τα νόστιμα βραστά Βάρβαρα της Αγίας Βαρβάρας ή για να δοκιμάσουν τους ολόγλυκους λουκουμάδες του Αγίου Ανδρέα.
Έτσι περνούσαν τα ατέλειωτα βράδια τους οι άνθρωποι των χωριών και της υπαίθρου, αφού τότε ούτε τηλεόραση υπήρχε, ούτε τηλέφωνα κινητά και τα σταθερά ήταν ελάχιστα. Φυσικά ήταν άγνωστα και ανύπαρκτα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μέσω του διαδιχτύου. Αν κάποιος κατάφερνε να φέρει από τη χώρα, την πόλη του νησιού, με το κόκκινο, μοναδικό λεωφορείο, του αξέχαστου Δημήτρη του Χαματζόγλου και καμιά μπαγιάτικη εφημερίδα, την διάβαζαν συνήθως τα γραμματιζούμενα παιδιά και τα Σχολιαρόπαιδα στους αναλφάβητους της ομήγυρης. Λιγοστοί ήταν και οι τυχεροί που είχαν εκείνα τα τεράστια ξύλινα ραδιόφωνα της Philips, τα οποία τους πληροφορούσαν για τα τελευταία συνταρακτικά νέα, όπως την επανεκλογή του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή, για πολλοστή φορά και τη δολοφονία του Αμερικανού Πρόεδρου των ΗΠΑ John Fitzgerald Kennedy. Στα ραδιόφωνα των χωριών, μοναδικός μάστορας στο είδος του, ήταν ο ραδιοτεχνίτης κ. Μιχάλης Αλαχιώτης.
Βεγγέρες γίνονταν και με την ευκαιρία της ονομαστικής γιορτής του νοικοκύρη. Τότε το ξενόφερτο έθιμο των Γενεθλίων δεν υπήρχε. Έτσι στην αποσπερίδα αυτή, ο μερακλής ο νοικοκύρης, έφερνε τους ταλαντούχους φίλους του, να ομορφύνουν μουσικά με λίγο βιολί και λαούτο την βραδιά. Αυτοδίδακτοι μουσικοί, όπως ο Γιώργης και ο Μάνος ο Πόγιας, ο Παντελής ο Σαλαχώρης, οι αδελφοί Γιαλίζη, ‘τα Γαβριλάκια’ και οι αδελφοί Κεφαλιανού, πλημύριζαν με γλυκές Δημοτικές μελωδίες και τραγούδια, την σάλα του νοικοκύρη, ο οποίος έφερνε και καμιά γυροβολιά στους ρυθμούς του λεβέντικου ζεμπέκικου.
Ύστερα, ήρθε η λαίλαπα της μεταπολεμικής μετανάστευσης. Τα χωριά άδειασαν με τους κατοίκους συνήθως νέους, να τρέχουν στην ξενιτειά ως οικονομικοί μετανάστες, αναζητώντας ένα καλλίτερο μέλλον. Στις βραδινές αποσπερίδες, στις βεγγέρες, τα Σχολιαρόπαιδα, διάβαζαν στους συγγενείς όσους απέμειναν πίσω, τα γράμματα και τις κάρτες που τους έφερνε αραιά και που ο ταχυδρόμος του χωριού, ο κ. Τάσος ο Ρήνος. Τουλάχιστον μάθαιναν ότι οι ξενιτεμένοι τους ζούσαν μακριά από την μιζέρια και την φτώχια, περνούσαν καλά και τους νοιάζονταν, στέλλοντας τους κυρίως τις γιορτές λίγο χαρτζιλίκι, μαζί με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που κοσμούσαν τους ασβεστωμένους τοίχους των σπιτιών τους, στις βραδινές βεγγέρες, στις αξέχαστες αποσπερίδες των κατοίκων της υπαίθρου.
Ξανθίππη Αγρέλλη