Αφιλόξενος ο Χειμώνας φορτωμένος με παγωνιά, βροχές και πολύ κρύο. Όμως ο χρόνος σταμάτησε πάνω στο μεγάλο ρολόι της Πλατείας Ελευθέριας, για να φυλακίσει τις πιο όμορφες εικόνες της μεταπολεμικής Κω
Εκεί στην μεγάλη κεντρική Πλατεία, που την τριγυρίζουν τα υπέροχα Ιταλικά κτίσματα, για να μας θυμίζουν μέσα από την αρχιτεκτονική τελειότητα τους, τις πικρές μέρες της Ιταλοκρατίας, χτυπούσε η καρδιά της καταπράσινης Κω.
Το Μουσείο, με τα σπάνιας αξίας εκθέματα του, το κινηματοθέατρο Ορφέας, το κτήριο της Αίγλης, το Μωαμεθανικό Τέμενος, απομεινάρι της Οθωμανικής κυριαρχίας και η μεγάλη, πλούσια κεντρική Δημοτική Αγορά, κοντά στην Βυζαντινή Εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής, στολίζουν όλο το κέντρο της πόλης.
Κάτω από τις αψιδωτές καμάρες της, υπήρχαν τα γραφικά καροτσάκια. Την μεταπολεμική εποχή, όσοι είχαν κάποιο πρόβλημα, ή ήταν οικογενειάρχες με πολυμελή οικογένεια, μπορούσαν να πάρουν άδεια μικροπωλητή, στάσιμου ή κινουμένου, αλλά και περιπτερά.
Στην μπροστινή γωνιά με κρύο ή ζέστη, με βροχή ή καλό καιρό, ήταν η αξέχαστη και πάντα χαμογελαστή η κυρά -Φωτεινή η Θαλασσινού. Και τι δεν είχε εκείνο το μικρό καροτσάκι της! Ολόκληρο σούπερ μάρκετ! που εξυπηρετούσε περαστικούς ντόπιους και ξένους.
Κυρίως όμως ήταν η χαρά όλων των παιδιών. Με αυτό το καροτσάκι ανέθρεψε και σπούδασε τα παιδιά της, η πάντα καλοσυνάτη αγωνίστρια της ζωής η κυρά- Φωτεινή.
Το Ιταλόχτιστο συγκρότημα, δίπλα στο Γενικό Νοσοκομείο, των Δημοτικών Σχολείων και του Ιπποκράτειου Γυμνασίου, συγκέντρωνε πλήθος μαθητών.
Μαθητές και μαθήτριες όταν σχόλναγαν, στην επιστροφή τους σταμάταγαν στο φορτωμένο καροτσάκι της κυρά Φωτεινής, αλλά και στο παραδίπλα της Σατραζάνενας ή της αξέχαστης Κατερίνας Ξυπολυτά. Καροτσάκι παραδοσιακό διατηρούσε και η αδελφή της η Διονυσία, σε παρακείμενο χώρο στην πόλη της Κω.
Λίγο πιο κάτω ήταν η χαρακτηριστική κοντόσομη Οθωμανή η ‘Μαεφτείτε’ με το καροτσάκι της. Την έλεγαν έτσι γιατί όλη μέρα διαλαλούσε το ‘μεγάλο’ κατάστημα της, φωνάζοντας, ‘μαεφτείτε, μαεφτείτε (δηλ μαζευτείτε)το κατάστημα να δείτε’.
Στο Ιπποκράτειο Γυμνάσιο, εκτός από το κυλικείο που φρόντιζε να έχει τα πάντα ο παιδονόμος ο Μιχάλης Κονταξής, ερχόταν με το ξύλινο καροτσάκι του και ο Αναστάσης ο Χόνδρος. Γνώριζε καλά την ώρα του διαλείμματος, που το σχολικό κουδούνι διαλαλούσε και το πάρκαρε δίπλα στον χαμηλό μαντρότοιχο των Σχολικών κτηρίων.
Ο αγαπημένος Τάσος των παιδιών, τα εφοδίαζε εκτός από όλες τις λιχουδιές μέχρι και Σχολικά τετράδια, στυλό, μολύβια, ξύστρες και γόμες.
Εμπρός στο πεζοδρόμιο ενός άλλου Ιταλόκτιστου Σχολείου, στο Γ’ Δημοτικό, το Ασύλο ή Λασίνο, ήταν σταματημένο, το ξύλινο καροτσάκι του αξέχαστου Στέργου του Καλούδη.
Και εκείνο το καροτσάκι, ήταν εφοδιασμένο με του κόσμου τα καλά. Μέσα σε ένα ξύλινο κινούμενο με ρόδες μεγάλο κιβώτιο, ήταν τα ξυροκάρπια, φιστίκια, πασετέμπο, ηλιοκούνες, σοκολάτες, καραμέλες, τσίχλες, γαριδάκια και τόσα άλλα πολλά. Μέχρι μικρά παιδικά ‘λαχεία’ διέθετε με μια τσίχλα, να συνοδεύει την φωτογραφία του αγαπημένου των παιδιών, ποδοσφαιριστή, ηθοποιού και τραγουδιστή.
Μικρά παιχνιδάκια όπως ανεμόμυλους, σβούρες, μπαλόνια, γυαλενιά, γκαζάκια ή σβώλους, που δεν τα βρίσκαμε μόνο στα περίπτερα, τα διέθεταν και εκείνα τα μικρομάγαζα, δηλ τα ξύλινα καροτσάκια.
Αναφορικά με τα περίπτερα, θα θυμηθούμε ότι βρίσκονταν δυο στην Πλατεία Ελευθερίας, όπως εκείνο στην γωνιά του Μουσείου, της αξέχαστης κυρά Λούπενας. Ήταν άλλο ένα κοντά στην Δημοτική Αγορά, απέναντι από την Εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και άλλο ένα στην οδό 25ης Μαρτίου, απέναντι από τον Ορφέα, του αείμνηστου γείτονα μας, του Θοδωρή του Σταματάκη.
Δυο άλλα περίπτερα εφοδιασμένα με ό,τι ζητούσες, υπήρχαν του Μαρκόγλου -Ξυπολιτά, στην Ακτή Κουντουριώτη, στο λιμάνι και παρά δίπλα το περίπτερο του Ηλία του Ζαχαρίου, που λειτουργούσε μέχρι και τα τελευταία χρόνια. Στην Κανάρη, άλλο ένα περίπτερο που εξυπηρετούσε τον μεγάλο δρόμο, απέναντι από τον φούρνο του Κωστή, ήταν αυτό του Μιχάλη του Τσουλφά. Τα περίπτερα και τα καροτσάκια, τα εφοδίαζε ο δραστήριος χονδρέμπορος ο Χριστόδουλος ο Σταματάκης. Κάθε πρωί σταμάταγαν εκεί τα λεωφορεία στην Πλατεία, αφού ήταν η παλιά στάση των κόκκινων λεωφορείων προς τα χωριά. Σήμερα υπάρχει το Ξενοδοχείο ‘Αλεξάνδρα,’ της οικογένειας Μπακάλογλου. Στη θέση του βρισκόταν το πρώην κομμωτήριο αδελφές ‘Καριτα’, απέναντι από τα υφάσματα του Κουνούπη. Εκεί ήταν και ο φούρνος του αξέχαστου Αντώνη του Δρόσου, καθώς και το μπακάλικο, του αείμνηστου Ευθύμιου του Μαχαιρά.
Στο διώροφο χονδρεμπορικό μαγαζί του Σταματάκη, πήγαιναν οι μικροπωλητές για να πάρουν από τα λευκά τσουβάλια φρεσκο- καβουρδισμένους ξηρούς καρπούς, κουτιά με σοκολάτες και γκοφρέτες, τσίχλες, καραμέλες και άλλα πολλά ψιλικά αγαθά.
Έτσι τα παιδιά αγόραζαν συχνά, πυκνά, με μίση ή μια δραχμή, πασατέμπο, ηλιόκουνες και φιστίκια, τυλιγμένα σε χωνάκι από εφημερίδα.
Εκτός από τα στάσιμα καροτσάκια και τα αναπηρικά περίπτερα όπως τα έλεγαν, σύμφωνα με το τότε μεταπολεμικό καθεστώς της άδειας τους, είχαμε και δυο πλανόδιους γνωστούς μικροπωλητές.
Όταν ο ήλιος του καλοκαιριού ψήλωνε και η ζέστη ήταν αφόρητη, μια φωνή δροσιάς ακούγονταν στην Πλατεία και στους γύρω δενδροφυτεμένους δρόμους της Κω.
-Παγωτάααα…… Ιμπραηημμ…..
Ήταν ο αείμνηστος και καλοκάγαθος ο Αντώνης ο Σαλαχώρης, χρόνια βιοπαλαιστής, που γύριζε με το ειδικό καροτσάκι ψυγείο, για να πουλήσει τα φρέσκο- φτιαγμένα παγωτά. Σοκολάτα, καϊμάκι και βανίλια, παγωτά που έφτιαχνε ο μοναδικός στο είδος του ο Ιμπραήμ Φαναρτζής, του οποίου το κεντρικό ζαχαροπλαστείο βρισκόταν για να γλυκάνει το καθένα, δίπλα στην θρυλική ιδιωτική πολύ Κλινική του αείμνηστου πολύ- ιατρού Θεόφιλου Πέρου. Τον Χειμώνα ο ίδιος πλανόδιος μικροπωλητής, πωλούσε διάφορα γλυκά.
Δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε και τον αξέχαστο τον Κώστα το ‘καμπουράκι.’
Ήταν ένας μικροκαμωμένος, συμπαθέστατος βιοπαλαιστής, ο οποίος με φορτωμένο τον ταβά και ένα καλαθάκι, γυρνούσε όλα τα σινεμά και πωλούσε πασατέμπο, ηλιόκουνες, καθώς και φιστικί αράπικο και απλό. Τις υπόλοιπες ώρες τριγυρνούσε στην πόλη, ή επισκέπτονταν το λιμάνι και τα πλοία της γραμμής.
Ήταν πολλά τα Σινεμά που θα πρέπει επί τη ευκαιρία να θυμηθούμε, αφού χάριζαν έστω και δυο ώρες απόλαυση και χαρά σε μικρούς και μεγάλους.
Δίπλα στο Γ’ Δημοτικό Σχολείο το Αζίλο, είχαμε το σινεμά ‘Άστρο’ της οικογένειας Αδαμαντίδη, που σήμερα είναι ένα πολυτελές ξενοδοχείο.
Από την άλλη πλευρά είχαμε το σινε- Ρεξ, που έγινε κέντρο διασκέδασης.
Πιο πέρα υπήρχε το σινεμά Σπλέντιτ, δίπλα στον παλιό Δημοτικό Ανθόκηπο.
Ήταν σύμφωνα με την λεζάντα του, ‘ο μικρός κινηματογράφος των μεγάλων έργων’. Στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, δίπλα στο ξενοδοχείο Μαριτίνα, υπήρχε και το θερινό σινεμά ‘Κεντρικό’, ένα μεγάλο σινεμά, όπου μπορείτε ακόμη να περάσετε και να δείτε ό,τι απέμεινε. Φυσικά το Δημοτικό κινηματοθέατρο Ορφέας, λειτουργούσε ως κλειστό Χειμερινό, στην Πλατεία Ελευθερίας, ενώ το καλοκαιράκι μεταφέρονταν δίπλα στο παλιό Στάδιο Ανταγόρας και λειτουργούσε ως θερινό. Είναι το μοναδικό σινεμά που απέμεινε στο νησί και λειτουργεί κανονικά μέχρι και σήμερα.
Θα ήταν άδικο να μην αναφερθούμε και στους δυο- τρεις βιοπαλαιστές, τους λούστρους, με τα μπρούτζινα ή ξύλινα κασελάκια τους, που βρισκόταν κάτω από το Τζαμί. Αυτοί οι σκυφτοί όλη μέρα βιοπαλαιστές, για ένα μισό-φράγκο, φρόντιζαν κυρίως τα παπούτσια των ανδρών. Ανανέωναν το χρώμα, ανάλογα την εποχή με άσπρη, μαύρη ή ουδέτερη καφέ μπογιά, ενώ συγχρόνως γυάλιζαν τα παπούτσια. Κάτω από το ψιλόβροχο και το κρύο του παγερού Χειμώνα ή ανάμεσα στο λιοπύρι του ζεστού καλοκαιριού, δούλευαν συνεχώς για τον επιούσιο. Αγωνίζονταν σκληρά και πάλευαν, για το βιός τους, οι βιοπαλαιστές της Κω.
Ο αναμνήσεις χειμαρρώδεις, οι εικόνες εναλλάσσονται βιαστικά στην οθόνη της μνήμης και μας θυμίζουν την Κω της μεταπολεμική εποχής του 60 και 70. Οι βιοπαλαιστές στον καθημερινό αγώνα τους, κόντρα στις καιρικές συνθήκες, βρίσκονταν ολημερίς δίπλα σε ένα καροτσάκι ή γύρναγαν τους δρόμους. Όμως κατάφεραν να ζήσουν μια αξιοσέβαστη και υποδειγματική οικογένεια, να αναθρέψουν και να σπουδάσουν εκείνα τα δύσκολα, στερημένα χρόνια, επιτυχημένους πολίτες, ωφέλιμους για την μικρή μας κοινωνία.
Με τα χρόνια η Κως άλλαξε, όπως όλα αλλάζουν σύμφωνα με τους κανόνες της ζωής. Ωστόσο ο άνεμος του χρόνου, γύρισε πίσω τις αναμνήσεις, τις φύσηξε σαν ξερόφυλλα και τις πέρασε από μπροστά μας. Και είναι πολύ πλούσιες οι αναμνήσεις του γραφικού νησιού μας, γλυκές, αξέχαστες, νοσταλγικές. Τότε που όλη η Κως έμοιαζε με ένα υπαίθριο ολάνθιστο κήπο, να τον αγκαλιάζει στοργικά η Αιγαιοπελαγίτικη, καταγάλανη θάλασσα
Τα καροτσάκια με τα ξηροκάρπια και οι λούστροι χάθηκαν, καθώς και τα τελευταία ελάχιστα περίπτερα, που εξυπηρετούσαν τους περαστικούς και τους ταξιδιώτες, σε είδη πρώτης ανάγκης.
Οι έντιμοι αγωνιστές της βιοπάλης, δεν υπάρχουν πια, αφού τα θρυλικά καροτσάκια, βρίσκονται μόνο στις παλιές, ασπρόμαυρες κυρίως φωτογραφίες και στις όμορφες πολύχρωμες αναμνήσεις, μιας άλλης νοσταλγικής, της μεταπολεμικής εποχής, του πανέμορφου νησιού μας. Πριν το άκαρδο χέρι της μετανάστευσης τάξει στους νέους μια ευκολότερη και πιο άνετη ζωή, για να τους πάρει μακριά από τον τόπο τους, αδειάζοντας έτσι τα χωριά και την όμορφη και φιλόξενη Κω.
Σ.Σ. Ζητάμε συγνώμη αν κάποιους παλιούς βιοπαλαιστές, η μνήμη μας δεν τους ξαναζωντάνεψε σε αυτό το φόρο τιμής. Παρακαλείσθε αγαπητοί αναγνώστες, εάν το επιθυμείτε, να μας τους υπενθυμίσετε. Σας ευχαριστούμε.
Ξανθίππη Αγρέλλη
(φωτό από το βιβλίο του Κ. Κογιόπουλου " Η Κως της εργασίας")