Φέτος είπα να αλλάξω στέκι. Να πάω για μπάνιο στο σκαλάκι, εκεί που τότε κρυφά με τις βράκες βουτούσαμε και η μάνα μας έγλυφε για να μας πιάσει…. Λάθος, μεγάλο λάθος που αντί για κει πήγα δίπλα στην παραλία του Κάστρου και κάθισα για πρώτη φορά στα παγκάκια του.
Λάθος γιατί αυτά τα δύο παγκάκια, στα ογδόντα σου, αντί να σε ξεκουράσουν σε πάνε πίσω για να σε προετοιμάσουν! Με έναν τρόπο δικό τους. Με εικόνες ολοζώντανες που περνούν από μπροστά σου σαν τις παλιές ταινίες του σινεμά και σβήνουν από τα ορθάνοικτα μάτια σου τις νταλίκες που πηγαινοέρχονται απ’ το λιμάνι.
Ολοζώντανος δίπλα μου καθόταν ο Τέλης! «Κωστάκι, μου είπε, το λιμάνι δεν θα το πάρεις» Και εγώ να του λέω. «Συνέχεια όχι μου λες! Θάρθει η ημέρα που θα καθόμαστε στα παγκάκια του Κάστρου και θα αναρωτιόμαστε λυπημένοι, γιατί»
Θύμωσε που του το θύμισα. Σηκώθηκε και έφυγε. Για να βρεθούν μπροστά μου, στην παραλία του Κάστρου οι αγαπημένες μου ηλικιωμένες Κώτισσες με τα μεσοφόρια τους να μου φωνάζουν γιατί αργήσαμε να βάλουμε τη σκάλα να κατεβαίνουν στην παραλία για το πρωινό μπάνιο τους. Και έφυγαν και αυτές χαρούμενες από μπροστά μου γιατί ο Γιάννης και ο Κώστας, οι ξυλουργοί μας μόλις είχαν φέρει την ξύλινη σκάλα...
Δεν πρόλαβα να δω τις πανύψηλες χουρμαδιές που φύτεψαν δίπλα οι Ιταλοί και έσβησαν για να βρεθεί μπροστά μου ο Γιώργος Σβύνος. Ο πρώτος αρχικηπουρός του Δήμου.
Που του τις χρέωσε παιδάκι όντας ο Ιταλός γεωπόνος και ζει ακόμα μαζί με τις αιωνόβιες χουρμαδιές, φύλακας άγγελος των ιταλικών πάρκων και δενδροστοιχιών.
Εικόνες που τις είδαμε σε ζωγραφιές ζωντάνεψαν. Το υδροπλάνο των Ιταλών δίπλα στη μεγάλη σκάλα να ξεφορτώνει…. Τα σχέδια του Μιλτιάδη για τους μόλους των κρουαζιερόπλοιων, τον ένα από εδώ και τον άλλο από εκεί στη μεγάλη σκάλα. Άγραφη ιστορία. Να μαζέψει λεφτά, να κάνει τις μελέτες.
Ο Σαμψών να βοηθά. Να πει όχι στους επενδυτές που ζητούσαν τον χερσαίο χώρο για να βάλουν εκεί τουριστικά καταστήματα, όταν η πόλη είναι γεμάτη. Την παράλληλη επέκταση του μόλου του λιμανιού για να γίνει η λεκάνη δεύτερο λιμάνι. Χρόνια που πέρασαν μπροστά μου ολοζώντανα, αυτά τα ελάχιστα χρόνια που του άφησε ο Ραγκούσης του Καλλικράτη, ούτε καν τέσσερα, ούτε πέντε…..
Τρία χρόνια των κρουαζιεροπλοίων και της Ράιαναιρ που έσβησαν και τα θυμούνται μόνο τα παγκάκια.
Παναγιά μου!! Που να σε αφήσει ο Τέλης! Τι τόθελα να του πω τότε για τα παγκάκια. Μνημονικό του Αβραάμ. Ξανακάθισε δίπλα μου αγριεμένος. «Κωστάκι μην επιμένεις να επεκτείνουμε το λιμάνι.
Οι αρχαιολόγοι είναι στουρνάρια. (το ΚΑΣ συνεδρίασε γεγονός πρωτοφανές μέσα στο Στεφαμάρ, όπως συνεδρίασε και στο Ασκληπιείο, μια άλλη πονεμένη ιστορία, και είπαν όχι, γιατί το Κάστρο με την επέκταση του λιμανιού από θαλασσινό θα μετατρέπονταν τάχα μου σε στεριανό!!) Κωστάκι μην επιμένεις, Θα χάσουμε το δισεκατομμύριο. Εγώ θα διαπλατύνω το δρόμο που είναι μπροστά μας θες δεν θες.
Δές τον πως έγινε». Και έφυγε χαμογελαστός βάζοντας το δάκτυλο του στο μυαλό και όχι στην καρδιά….
Πέρασε η ώρα. Ψάχνω γύρω μου… Που είναι οι άλλοι…. Ήταν πολύ πρωί φαίνεται και τα γεροντάκια στα παγκάκια του Κάστρου δεν ήρθαν ακόμα. Σίγουρα θάρθουν! Που θα πάει.
Αυτά τα παγκάκια έχουν την δική τους μαγεία. Σε πάνε μέχρι και στη Δωρική Εξάπολη και στην απέναντι Αλικαρνασσό που αχνοφαίνεται και ας μην έχω πάει ποτέ.
Σε προετοιμάζουν για το αύριο ξαναφέρνοντας πίσω τις μικρές και μεγάλες λύπες και χαρές των περασμένων…..