Στις Μεγάλες Γιορτές, πάντα πρωταγωνιστές ήταν οι φούρνοι και οι αρτοποιοί στο νησί μας, που έκαναν ατελείωτα ξενύχτια, για να μας προσφέρουν, εκτός από φρέσκο ψωμί και πεντανόστιμα βουτήματα.
Κάθε μεσημέρι, που παίρνω ζεστό ψωμί από τον φούρνο της γειτονιάς μου, η έντονη και ευχάριστη μυρωδιά του φρεσκοψημένου σταριού, με γυρίζει πίσω. Θυμάμαι με πολλή νοσταλγία, τους πρώτους παραδοσιακούς φούρνους με τα ξύλα, πριν ακόμη εισβάλλει το ηλεκτρικό ρεύμα, στην καθημερινότητά μας, που έβγαζαν μυρωδάτο και ζεστό ψωμί, κάθε μέρα.
Έτσι απάλλαξαν τις νοικοκυρές, από το εβδομαδιαίο, επίπονο ζύμωμα και φούρνισμα, για το ψωμί της οικογένειας, κάτι που ακόμη μέχρι και σήμερα, συνεχίζεται, σε μερικά σπίτια στα χωριά μας. Ο ‘άρτος ο επιούσιος’, πάντα βρισκόταν φυλαγμένος, ψηλά στον στρογγυλό και πλεκτό ‘πέντηλο’.
Οι πρώτοι αρτοποιοί της Κω, εκτός από το ευλογημένο ψωμί, την φρατζόλα ή το στρογγυλό ψωμί και το Πρόσφορο με το Τυπάρι, καθώς και την Αρτοκλασία των πέντε Άρτων, για την Εκκλησία, έβγαζαν και πολλά παράγωγα του σιταριού. Έφτιαχναν τραγανά παξιμάδια, εφτάζυμα και απλά σταρένια. Επίσης έπλαθαν τυροπιτάκια, διάφορα κουλούρια, με σουσάμι και μικρά φραντζολάκια, τα λεγόμενα σημιτάκια, μαζί και τα εφτάζυμα, στρογγυλά μικρά ψωμάκια.
Θυμάμαι την δεκαετία του 60 -70, όταν ακόμη τα σπιτικά, δεν διέθεταν όλα ηλεκτρικό φούρνο στην κουζίνα τους, τις νοικοκυρές να τρέχουν με τα ταψιά στον φούρνο της γειτονιάς και να περιμένουν υπομονετικά, τη σειρά τους για το ψήσιμο. Ο φούρναρης, αναλάμβανε να ψήσει κυρίως το κρέας της Κυριακής, που ήταν ένα κοτόπουλο με πατάτες, ένα αρνάκι με ρύζι, μπριζόλες ή μπιφτέκια και μαζί τα γεμιστά, το παστίτσιο και το μουσακά. Όλα αυτά με λίγες θρυλικές, ιστορικές δραχμές, ως αμοιβή για τα ψηστικά.
Επίσης στα Χριστούγεννα, το Χριστόψωμο, τα παραδοσιακά γλυκά, όπως τα φοινίκια ή μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες, η Βασιλόπιτα και ο σπιτικός μπακλαβάς, ψήνονταν στον φούρνο της γειτονιάς.
Το Πάσχα έπεφτε η περισσότερη δουλειά, στους παραδοσιακούς φούρνους της κάθε γειτονιάς. Οι λαμαρίνες και τα ταψιά, που ήταν γεμάτα με κουλούρες, κουλουράκια, λαμπρόπιττες, πίττες, με αυγούλες και με βαμμένα κόκκινα αυγά, έπρεπε να ψηθούν και να μυρίσουν ιδιαίτερα στις αξεπέραστες, φρεσκοψημένες μυρωδιές του ξυλόφουρνου.
Την παραμονή της Λαμπρής, ο φούρνος ήταν γεμάτος με πήλινες λεκάνες, σφραγισμένες με ζυμάρι, για το λεκανιώτικο αρνί και με γκαζοντενεκέδες, για το αρνάκι στις κληματόβεργες, γεμιστό με ρύζι και με πολλά μυρωδικά.
Μοσχοβόλαγε η γειτονία, κάθε φορά που ο έμπειρος αρτοποιός, μετέτρεπε το αλεύρι, σε γευστικά αριστουργήματα.
Με πολλή σεβασμό και συγκίνηση θα αναφερθώ, στην παρουσία των πρώτων αρτοποιών του νησιού μας, ιδίως στην πόλη της Κω, όπως τους ζήσαμε τα νοσταλγικά μας χρόνια. Χωρίς να παραλείψω, να αποδώσω τιμητική αναφορά και στους νέους αρτοποιούς.
Ο φούρνος του Πέτρου του Παπαζαχαρίου, απέναντι από τον Άγιο Αντώνιο, βρισκόταν εκεί από την δεκαετία του 50, για να προσφέρει τις νοστιμιές του.
Ο εγγονός της οικογένειας, ο Γιαννακός, ανέλαβε να συνεχίσει το δύσκολο έργο του φούρναρη, που σημαίνει ξενύχτι και σκληρή δουλειά, αφού παλαιότερα το ζύμωμα, γίνονταν με τα χέρια κι όχι με τις μηχανές.
Ο αξέχαστος φούρνος του Καννά, στην Αβέρωφ, που έπειτα πήγε στην οδό Απελλού, στην παλιά πόλη και για χρόνια εξυπηρετούσε όλη τη γειτονιά.
Την θέση του στην Αβέρωφ, πήρε ο ακούραστος, αείμνηστος Μιχάλης Κανταρζής και αργότερα ο επίσης έμπειρος αρτοποιός, ο Μιχάλης ο Παλαπάνης, που ήταν και αθλητής.
Υπήρχαν επίσης, οι φούρνοι του Θεόδωρου και του Αθανασίου Δρόσου.
Ακόμη ήταν ο Στεφανής ο Πασσανικολάκης, επί της οδού Γρηγορίου Ε΄, μαζί με την σύζυγο του Καίτη, τον Γεωργούλη ή Γιώργο Πασσανικολάκη και τον γιο του Νικό, που σημερα συνεχίζει να βγάζει φρέσκο ψωμί, παραδοσιακά ψημένο στα ξύλα.
Στην οδό Κανάρη, βρισκόταν ο φούρνος του Κωστή και της Μάρθας. Αυτόν τον ανέλαβε ο Βασίλης ο Λέγγος, το 1979, ο οποίος είχε ανοίξει και άλλον ένα φούρνο στο χωριό Πυλί το 1992. Σήμερα την θέση του στην οδό Κανάρη, πήρε ο φούρνος του Γιάννη του Πίκουλα, μαζί με άλλα πολλά παραρτήματα, μέσα στην πόλη.
Στον παλιό Σταθμό των λεωφορείων, απέναντι από το ξενοδοχείο Αλεξάνδρα και το κατάστημα Κουνούπης, για χρόνια εξυπηρετούσε τη γειτονιά, με τα μοσχοβολιστά ψωμιά και τα παράγωγα του αλευριού, ο αξέχαστος φούρναρης, ο Αντώνης ο Δρόσος. Σήμερα υπάρχει ακόμη το ερειπωμένο κτήριο, εκείνου του παλιού, παραδοσιακού ξυλόφουρνου.
Πιο κάτω, βρισκόταν ο φούρνος του Βαγγέλη του Φούρναρη, απέναντι από το Εξωκλήσι της Αγίας Άννας, όπου και ο γιος του ο Νίκος τον ανέλαβε.
Θα ήταν παράλειψη μεγάλη, να μην θυμηθούμε τους δυο αδελφούς, τους Μελασσιανούς, τον Σεβαστό και τον Πέτρο Καλαηζή, που καταγόταν από την Μέλασσο της Μικράς Ασιας. Ο φούρνος τους, βρισκόταν επί της οδού Ρήγα Φεραίου, εκεί δίπλα που βρίσκονταν παλιά, τα σουβλάκια του Μωρέ και του Μαχαιρά. Ο φούρνος του Μελασιανού, ήταν ξακουστός για τα περίφημα εφτάζυμα σημιτάκια του, τα στρογγυλά ψωμάκια και στεγάζονταν δίπλα στο καφέ- γαλακτοπωλείο, του Οθωμανού Χιλμή Παπουτσαλάκη. (Βρίσκονταν στον ανηφορικό δρόμο που πηγαίνει προς το Μουσείο και προς την Εθνική Τράπεζα.)
Επί της οδού Βασιλέως Παύλου, υπήρχε ο φούρνος του Πέτρου- Θρασύβουλου - Χατζηπέτρου, από τους πιο παλιούς και έμπειρους στο επάγγελμα του αρτοποιού.
Στην Αρτεμισίας, σε ένα στενό στην Χάλκωνος, είχαμε έναν αξιόλογο και ακούραστο αρτοποιό, από την Αντιμάχεια της Κω, τον αείμνηστο Πέτρο Καλούδη. Μέχρι τα γεράματά του, εργάζονταν και έκανε με πολύ μεράκι και τέχνη, τις υπέροχες ταχινόπιττες και τις μοναδικές τυρόπιτες.
Παράλληλα με το ζεστό, φρέσκο ψωμί που έβγαζε, προμήθευε τους τακτικούς πελάτες του, μέχρι πριν λίγα χρόνια. Επίσης υπήρχε και ο φούρνος, του γαμπρού του, Σκουλά, επί της οδού Κολοκοτρώνη.
Υπάρχει και ο φούρνος της οικογένειας Ζαμάγια, στην οδό Κανάρη.
Άλλος ένας φούρνος στον περιφεριακό δρόμο, είναι ο φούρνος του Ραούλη.
Σπουδαίος φούρναρης, ήταν και με πολλά παραρτήματα και ο αξέχαστος Διονύσης Αρβανιτάκης, που μέχρι και σημερα, συνεχίζουν το επιτυχημένο έργο του και σε αρτοποιήματα, τα ακούραστα παιδιά του.
Στους γνωστούς παλιούς φούρνους, που μας προμήθευαν με φρέσκο ψωμί, είχαμε επίσης και τον φούρνο του Κόλλια, κοντά στο Ξενοδοχείο Όσκαρ.
Επίσης ένας αξέχαστος γνωστός αρτοποιός από την Αντιμάχεια της Κω, που προμήθευε όλα τα χωριά, ήταν ο Μιχάλης ο Αγρέλλης, που έφυγε νωρίς από κοντά μας. Επάξια έλαβε την θέση του, ο γιος του ο Γιώργος Αγρέλλης, με φούρνο που διατηρεί σήμερα, στο παραλιακό χωριό Μαστιχάρι. Υπάρχει ακόμη, ο φούρνος του Μουράτου, στο Τιγκάκι και του Αντώνη Βρεττή στο χωριό Πυλί. Επίσης ο φούρνος της οικογένειας Δημοσθένη Δρόσου, υπήρχε στο Πυλί και στην πόλη της Κω.
Ακόμη φούρνο διαθέτει και η οικογένεια, των αδελφών Κλαδά.
Ένας άλλος ‘φούρνος’, με γευστικά αρτοποιήματα και προϊόντα ζαχαροπλαστικής, είναι της οικογένειας Γιώργου και Κρίτας Μέρρη.
Το παρόν κείμενο, είναι σπονδή ευγνωμοσύνης στους παλιούς, αλλά και στους σημερινούς αρτοποιούς. Βέβαια υπάρχουν και άλλοι φούρνοι και ικανοί και έμπειροι, παλιοί και νέοι αρτοποιοί στα χωριά και στην πόλη μας, τους οποίους παρακαλούμε να μας τους αναφέρετε.
Σήμερα πολλοί νέοι αρτοποιοί δοκίμασαν και άνοιξαν φούρνους, για τον ‘άρτο τον επιούσιο’, στην πόλη και στα χωριά μας, προσφέροντας την επίπονη τέχνη και τις ποικίλες γευστικές ευωδιές, του φρεσκοψημένου ψωμιού, καθώς και των προϊόντων του ευλογημένου σιταριού.
Υ.Γ. Ζητάμε συγνώμη, αν ξεχάσαμε κάποιους παλαίμαχους αρτοποιούς, κυρίως της εποχής των ξυλόφουρνων, της γειτονιάς και σας παρακαλούμε θερμά, να μας τους αναφέρετε.
Ξανθίππη Αγρέλλη