Είναι κάποιες στιγμές, που οι αναμνήσεις σε τυλίγουν αμείλικτες σαν τους ιστούς στης αράχνης, κλεισμένες στο παλιό δωμάτιο του χρόνου. Δεκαετίες του 60και 70 και η νήσος Κως έμοιαζε, σαν ένα καταπράσινο και ολάνθιστο κήπο. Ανθρώπινη, φιλόξενη, με πεντακάθαρες αμμουδερές παράλιες, με λιγοστά αυτοκίνητα και περίσσια ποδήλατα.
Το πλοίο Μιαούλης ήταν συχνά αραγμένο, με την άγκυρα ριγμένη στα βαθιά, δίπλα στο παλιό πέτρινο λιμάνι. Μερικές λάντζες, πηγαινοέρχονταν βιαστικές και κουβαλούσαν ασταμάτητα, βαλίτσες και επισκέπτες. Τις φωνές των αχθοφόρων και των λιμενεργατών, κάλυπτε το εκκωφαντικό βραχνό σφύριγμα του επιβατικού καραβιού, από την τεράστια μαυρισμένη τσιμινιέρα. Ο ήλιος μόλις είχε ανατείλει και παρακολουθούσε τα πάντα με ιδιαίτερη περιέργεια.
Ο Στάθης ο ‘Πατηνιώτης’ περίμενε υπομονετικά να βγουν οι πρώτοι επισκέπτες του νησιού, από τις ξύλινες βάρκες.
-Έχω δωμάτιο, τους είπε κοφτά και αυτοί τον ακολούθησαν σιωπηλοί και γεμάτοι εμπιστοσύνη. Φόρτωσε στην αυτοσχέδια καρότσα τις βαριές αποσκευές και προχώρησε βιαστικός, περνώντας από το στενό πέτρινο δρομάκι του μεγάλου Κάστρου. Αφού πέρασε τις παμπάλαιες Αποθήκες Καπνού, το σημερινό Ξενοδοχείο ‘Κόστα Παλλάς,’ και τον παλιό σταθμό της ΔΕΗ , σταμάτησε ξαφνικά και ρώτησε.
-Κυρά Καλλιόπη, έχεις άδειο δωμάτιο;
-Έχω ένα, του απάντησε εκείνη.
-Πόσο έχει το δωμάτιο τη βραδιά;
-100 δραχμές η βραδιά και η μια δική σου Στάθη.
-Εντάξει, είπε ο αχθοφόρος και φυσικά συμφώνησαν σιωπηλά και οι Έλληνες τουρίστες, με ένα καταφατικό νεύμα.
Η κ. Καλλιόπη ήταν μια συνηθισμένη νοικοκυρά, με δυο αγόρια, ενώ ο άνδρας της ο κ. Κώστας δούλευε οδοκαθαριστής. Έμεναν σε ένα μικρό σπίτι με δυο υπνοδωμάτια, με την τουαλέτα στην αυλή και την κουζίνα πιο πέρα.
Τα υπνοδωμάτια τα είχαν μετατρέψει σε ξενώνα. Το βράδυ η κ. Καλλιόπη, έστρωνε χοντρές υφαντές κουρελούδες στην κλειστή αυλή και κοίμιζε τα παιδιά της, ενώ το ανδρόγυνο διανυκτέρευε στο τσιμεντένιο πάτωμα της κουζίνας.
Οι Αθηναίοι πελάτες φαίνονταν ευχαριστημένοι, γιατί είχαν εξασφαλίσει ένα πεντακάθαρο κρεβάτι σε ένα δωμάτιο που δεν διέθετε ανέσεις, ούτε καν μια ντουλάπα, ενώ είχαν κοινή τουαλέτα και κουζίνα.
Το ζευγάρι φρόντιζε να σηκωθεί εγκαίρως, πριν να ανατείλει ο ήλιος για να παραχωρήσει στους τουρίστες την μικρή κουζίνα, για τον καθημερινό, πρωινό τους καφέ.
Οι ταξιδιώτες που άφησαν το λιμάνι του Πειραιά και πέρασαν πολλά άγονα νησιά, είχαν ξεκουραστεί αρκετά, μετά από 18 ώρες περίπου, ακτοπλοϊκού ταξιδιού. Αλλά ένας ακόμη λόγος που ήταν ευχαριστημένοι οι Έλληνες επισκέπτες της εποχής εκείνης, ήταν γιατί είχαν στην περιοχή τους, πολύ κοντά την αμμουδερή παραλία με την ήρεμη γαλάζια θάλασσα. Η θάλασσα της περιοχής ‘Νομικού,’ ήταν μόλις δυο βήματα και το νερό της εκτός από μπλε, ήταν και παράξενα ζεστό, από τα απόβλητα του ομώνυμου Εργοστασίου ντοματοπελτέ, όπου ξέπλεναν τις ντομάτες.
Συχνά, πυκνά οι λουόμενοι έκαναν μπάνιο ανάμεσα σε ξεφλουδισμένες ντομάτες, που ξεγλιστρούσαν από τις σωλήνες και έπλεαν δίπλα στους, αλλά αυτό καθόλου δεν τους πείραζε. Πιο πάνω ένα άλλο εργοστάσιο αυτό της ΑΒΙΚΩ, του Αγροτικού Συνεταιρισμού Κω, επαναλάμβανε το ίδιο παραθαλάσσιο σκηνικό.
Στην ίδια θάλασσα, έκαναν μπάνιο και τα παιδιά της οικογένειας του εφοπλιστή και εργοστασιάρχη ‘Νομικού,’ η οικογένεια του οποίου φρόντιζε να κλείσει για τρεις μήνες, μια μονοκατοικία, επί της οδού Αβέρωφ, εξοστρακίζοντας έτσι τους ιδιοκτήτες της, στον πυκνοφυτεμένο κήπο, που εκτελούσε χρέη υπαίθριου ξενώνα. Τον Στάθη τον Σκιαθίτη, που όμως καταγόταν από την Πάτμο, ακολουθούσε ο Στεφανής ο Σαράντης. Μια ξύλινη πλατιά τάβλα και δυο ρόδες ποδηλάτου, καλά εφαρμοσμένες, ήταν το μεταφορικό μέσο, που μετέφερε άλλη μια οικογένεια με τέσσερα άτομα για διακοπές στην όμορφη Κω. Ο κουρασμένος αχθοφόρος ρώτησε την κ. Κλειώ, που ήταν ακουμπισμένη στον ξύλινο φράκτη της αυλής της.
-Έχεις δωμάτιο ελεύθερο κ. Κλειώ;
-Έχω ένα άδειο, αλλά δεν θέλω παιδιά και το ξέρεις καλά, Στεφανή,
-Καλά θα τους πάω δίπλα στην κυρά Παρίτσα, είπε κάπως νευριασμένος ο βαστάζος και έκανε μεταβολή. Πράγματι η κ. Κλειώ είχε την παραξενιά, να μην δέχεται μικρά παιδιά στα δυο δωμάτια που διέθετε, γιατί έκαναν σκανταλιές και τις χαλούσαν την μικρή της έπαυλη. Μέχρι το πλοίο να σφυρίξει την αναχώρηση του και να βγάλει μαύρους, πυκνούς καπνούς στον ουρανό, συνεχώς οι δυο βαστάζοι, λιμενεργάτες και πρώτοι τουριστικοί ανεπίσημοι πράκτορες, κουβαλούσαν βαλίτσες και κυρίως Αθηναίους τουρίστες και τους τακτοποιούσαν στα γύρω σπίτια. Όλες σχεδόν οι νοικοκυρές και ιδιαίτερα όσες είχαν το προνόμιο να βρίσκονται τα σπίτια τους κοντά στην παραλία, από τον Ιούνιο που έκλειναν τα Σχολεία, ετοίμαζαν τα υπνοδωμάτια τους, για να υποδεχθούν τους πρώτους Έλληνες τουρίστες. Αυτή η μορφή εσωτερικού τουρισμού, δεν έμοιαζε με καμιά άλλη και αποτελούσε μια ξεχωριστή φιλοξενία.
Με ένα εκατοστάρικο για το δωμάτιο τη βραδιά, οι Αθηναίοι περιηγητές απολάμβαναν καθημερινά, θαλασσινό μπάνιο, φρέσκο ψάρι, στις παραλιακές ταβέρνες του μπάρμπα Γιάννη και του Παρασκευά και φυσικά την ζεστή, φιλόξενη διάθεση και την φίλια των ιδιοκτητών. Αυτή την εκδήλωναν με ατέλειωτες καλοκαιριάτικες αποσπερίδες, με συχνά τραπεζώματα και το απαραίτητο απογευματινό αχνιστό καφεδάκι, που το συνόδευε λίγο κρασοτύρι και μια φέτα δροσερό καρπούζι. Κάτω από την κληματαριά και το αγιόκλημα, κοντά στην ζεστή νησιώτικη φιλοξενία, οι παραθεριστές περνούσαν όχι μια εβδομάδα, αλλά το λιγότερο δεκαπέντε ημέρες, έως και ένα μήνα.
Χωρίς τηλέφωνο, με μόνο αυτό του διπλανού καφενείου, τα περισσότερα σπίτια, μονοκατοικίες τότε όλες, κατάφερναν να προσφέρουν τέτοια ευχάριστη και απλοϊκή διαμονή, ως την επόμενη καλοκαιρινή περίοδο. Κάθε χρόνο πάλι οι ίδιοι Έλληνες τουρίστες, έρχονταν και ξανάρχονταν, για χρόνια και κρατούσαν την επαφή με τους κατοίκους της Κω και με τακτική αλληλογραφία. Έτσι γίνονταν φίλοι, έκτιζαν μακρόχρονες σχέσεις και συμμετείχαν στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα γεγονότα, των φιλόξενων νησιωτών. Στις αρχές της δεκαετίας του 60, η μετανάστευση θέριζε τα Ελληνικά χωριά της υπαίθρου και αποψίλωνε τις μικρές πόλεις, όμως μια άλλη ελπίδα οικονομικής ανάσας ξεκινούσε στο νησί.
Οι Έλληνες τουρίστες, είτε ήταν εργαζόμενοι σε διάφορες δουλειές, είτε δημόσιοι υπάλληλοι, επιχειρηματίες, έμποροι, καθώς και πλούσιοι εφοπλιστές ή βιομήχανοι. Υπήρχαν και οι καλλιτέχνες, που ερχόταν και άραζαν κυριολεκτικά στις παραλίες του νησιού, ατέλειωτες ώρες, για να μαυρίσουν κάνοντας ηλιοθεραπεία, όπως όριζαν τότε οι επιταγές της μόδας. Αυτοί προτιμούσαν την περιοχή δίπλα στο εργοστάσιο του Νομικού, με την αμμουδερή ακρογιαλιά ή κοντά στο ξενοδοχείο του ΕΟΤ το ‘Ξενία’, σημερινό ‘Ακτή’ .
Περνούσαν σχεδόν όλη τη μέρα τους, στα λιγοστά παραλιακά εστιατόρια ή έπαιζαν μπάλα, στην ζαχαρένια αμμουδιά, μέχρι ο ήλιος να καθρεφτίσει την ροδόχρωμη Δύση του, στα ήρεμα θαλασσινά Αιγαιοπελαγίτικα νερά. Το βράδυ οι νεώτεροι, είχαν για μοναδική διασκέδαση τις παραλιακές ντισκοτέκ, που ήταν υπαίθριες και με συντροφιά το ασημόχρωμο φεγγάρι, χόρευαν παρέες, παρέες, στην μοναδική Μεροπίδα, σημερινή ‘Μαρίνα,’ με τους ξενόφερτους ρυθμούς των Μπητλς και των Ρόλιγκ Στόουνς. Άλλοι πάλι παρακολουθούσαν τις αξέχαστες ταινίες, της Αλίκης Βουγιουκλάκη και του Δημήτρη Παπαμηχαήλ, στα υπαίθρια σινεμά, συντροφιά με τα βραδινά τριζόνια, τον πασατέμπο, τα αράπικα φιστίκια, αφού το ποπ κορν του καλαμποκιού ήταν τότε άγνωστο, στα Ακριτικά νησάκια μας.
Η διαπεραστική φωνή του Κωστή του ‘καμπουράκη’ και του Τάσου του Χόνδρου , τότε πλανόδιων πωλητών, κάλυπτε την βραχνή φωνή των ηθοποιών.
Η τεράστια ασπρόμαυρη οθόνη στα σινεμά Άστρο, σημερινό ομώνυμε ξενοδοχείο, στο Σπλέντητ, στον Ορφέα και στο Κεντρικό, έκλεινε όλη την μαγεία του Ελληνικού και ξένου κινηματογράφου. Φεύγοντας οι Έλληνες γενναιόδωροι επισκέπτες, άφηναν και την τελευταία τους αξέχαστη δραχμή, για φιλοδώρημα στην νοικοκυρά, που τους φιλοξένησε στο απλοϊκό σπιτικό της. Εκείνη τα μάζευε κατοστάρικο, κατοστάρικο σε ένα τσίγκινο άδειο κουτί του τοματοπελτέ, όχι για να πάρει αυτοκίνητο ή ένα καινούργιο φόρεμα ή ποδήλατο. Χρόνια προσπαθούσε να αντικαταστήσει το παλιό μικρό ξύλινο ψυγείο του πάγου, με ηλεκτρικό. Έτσι θα γλίτωνε την καθημερινή αναμονή με τις ώρες, όπου περίμενε τον αξέχαστο Σταμάτη τον Γαλαθρή, να της φέρει την παγοκολόνα.
Τον άλλο χρόνο, σχεδίαζε να πετάξει και το σίδερο με τα κάρβουνα και στην θέση του ‘καρβουνιάρη,’ θα έπαιρνε ένα ηλεκτρικό σίδερο, με θερμοστάτη και με πράσινο ή κόκκινο λαμπάκι, από τα πρώτα ηλεκτρικά καταστήματα, του Σταμάτη Σταμόγλου και του Τάσου του Σμαραγδάκη. Όμορφες ημέρες, αξέχαστες και μελωδικές, με την μουσική να ξεχειλίζει από το αυτοσχέδιο καροτσάκι του Μπάμπη του Καραμπεσίνη.
Εκείνος όργωνε τους δρόμους της Κω, για να πουλήσει στους λιγοστούς κατόχους του ‘πικ - απ’ και του παλαιού φωνογράφου, τα μικρά μαύρα δισκάκια από βινύλιο, όπου είχαν φυλακισμένη όλη την μαγεία του λαϊκού τραγουδιού της δεκαετίας του 60.
Η παραδοσιακή φωνή της Άννας Καραμπεσίνη και της Ευτυχίας Σαρρή, ξεπηδούσε από τα πρώτα θρυλικά 45αρια, μαζί με αυτήν του λαϊκού βάρδου Στέλιου Καζαντζίδη αλλά και της Πόλυ Πάνου.
Ακόμα πιο όμορφες και μαγευτικές ήταν οι καλοκαιρινές νύχτες, που τις απολάμβαναν όλοι, συντροφιά με καλή παρέα, κάτω από τον ξάστερο, έναστρο ουρανό και το ασημένιο φεγγάρι να τον κουρσεύει ανελέητα. Με τα πρώτα Φθινοπωρινά κρύα του Σεπτέμβρη, οι περιηγητές, επισκέπτες και οι νοικοκυρές αποχωρίζονταν αλλήλους, εν μέσω εναγκαλισμών και δακρύων, παίρνοντας στις βαριές αποσκευές τους μαζί με τα αναμνηστικά και τα δώρα, τις καλλίτερες αναμνήσεις . Προ πάντων εμπιστεύονταν την ειλικρινή φιλία, που έκτισαν και είχαν επενδύσει σίγουρα κέρδη σε αυτήν. Τα χρόνια απέδειξαν πως οι Έλληνες, τελικά και κυρίως οι κάτοικοι της πρωτεύουσας, αφού τότε δεν υπήρχε ακτοπλοϊκή σύνδεση με την συμπρωτεύουσα Θεσσαλονίκη, ήταν οι καλλίτεροι πελάτες στα λιγοστά και ξεχωριστά μαγαζιά.
Σύμφωνα με το μεταπολεμικό καθεστώς των αδασμολόγητων ειδών, αγόραζαν φθηνά κάθε είδους πραμάτεια, όπως ομπρέλες από τον Κιοσόγλου και τον Καματερό, σερβίτσια και διακοσμητικές πορσελάνες από τον Λευτέρη Πουλιό και τον Γερακιό, υφάσματα, κασμήρια και γνήσια μεταξωτά, από τον Άριστο Κουνούπη, τον Κυριακό Μπακάλογλου και τον Καραντώνη. Αγόραζαν επίσης ποτά, όπως ουίσκι από τον Χαρτοφίλη και κρασιά από τον Χατζημιχάλη.
Στο τέλος, έπαιρναν για γλυκιά συντροφιά στο ταξίδι της επιστροφής τους, ντόπιο μπακλαβαδάκι και γλυκό κουταλιού ντοματάκι, από τον αξέχαστο μαέστρο της ζαχαροπλαστικής, τον Μιχάλη τον Τσιβρινή.
Τα βραδάκια οι επισκέπτες της Κω, περπατούσαν ρομαντικά κοντά στην προκυμαία, δοκίμαζαν νόστιμο σουβλάκι από τον Μαχαιρά και τον Μωρέ, απολάμβαναν φρέσκο ψάρι στις ψαροταβέρνες του Τουρκομανώλη, και του Κεφάλα, που το συνόδευαν με γνήσιο Κώτικο κρασί. Επίσης έβρισκαν καλό και γευστικό φαγητό, στο εστιατόριο του Λήμνου, εκεί δίπλα στο φυσικό, πέτρινο πέταλο του λιμανιού.
Οι Αθηναίοι περιηγητές, αν και ήταν απαιτητικοί στο σερβίρισμα και στην ποιότητα του φαγητού, ήταν καλοφαγάδες και άφηναν πάντα γενναίο φιλοδώρημα, μαζί με έναν καθόλου ευκαταφρόνητο λογαριασμό, από όποιο μαγαζί και αν περνούσαν. Νοίκιαζαν ποδήλατα από τον Παζίνα και τον Σταμόγλου, με δυο δραχμές την ώρα και αν δεν ήξεραν ανελάμβανε ο ποδηλατάς να τους διδάξει πώς να κουμαντάρουν το δίκυκλο τους.
Όσοι ήταν έτοιμοι, έπαιρναν τα αξέχαστα διπλά ποδήλατα και έκαναν ατέλειωτες βόλτες, στους ήσυχους δρόμους, αλλά και στους χωματόδρομους, που οδηγούσαν στην ειδυλλιακή εξοχή, ξεχνώντας την πολύβουη πόλη. Συχνά τους σταμάταγε η έντονη παρουσία του φωνακλά παγωτατζή, του αξεπέραστου αεικίνητου Αντώνη Σαλαχώρη, που φρόντιζε να τους δροσίσει με ένα χωνάκι από τα φημισμένα παγωτά ‘Ιμπραήμ’, που ο ίδιος τα διαλαλούσε παντού.
Τις βόλτες τους οι τουρίστες δεν τις περιόριζαν μόνο στο ιστορικό κέντρο, αλλά τις συνέχιζαν μέχρι το φημισμένο Ασκληπιείο, και τα μακρινά Θερμά, τις ιαματικές θερμές πηγές, στην παραλιακή περιοχή του αγίου Φωκά. Επίσης οι επισκέπτες δεν ξεχνούσαν μια σύντομη επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στον Πλάτανο του Ιπποκράτη, στην Ρωμαϊκή οικία Κάζα Ρομάνα,’ στο Αρχαίο Ρωμαϊκό Ωδείο και στο Ενετικό Κάστρο της Νεραντζιάς, με την θρυλική γέφυρα και τη λεωφόρο Φοινίκων.
Ακόμη γέμιζαν ασφυκτικά τα Εξωκλήσια και τις κεντρικές Εκκλησίες στις καλοκαιρινές γιορτές, όπως του Αγίου Παύλου και της Αγίας Παρασκευής, καθώς της Αγίας Άννας και του Αγίου Παντελεήμονα. Φυσικά ο Δεκαπενταύγουστος αποτελούσε μια λαμπρή και ξεχωριστή γιορτή για τις Εκκλησίες, που τιμούσαν την ημέρα της Κοιμήσεως της Παναγίας.
Πολλές φορές τους θερινούς μήνες, ο νεόκτιστος Ιερός Ναός του Αγίου Παύλου, συγκέντρωνε κάθε Κυριακή πλήθος Αθηναίων επισκεπτών. Ο Ναός αυτός αντικατέστησε την λεγόμενη καμπίνα Ετόλ, που ήταν μια τσίγκινη κατασκευή, απομεινάρι τμήματος παλαιού Ιταλικού στρατώνα, όπου οι ευσεβείς Χριστιανοί κάτοικοι του άλλοτε Κουμπούρνου και των σημερινών Κρητικών, παρακολουθούσαν τις Ιερές Ακολουθίες.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίες του 60, δίπλα σε παρόμοιες τσίγκινες και στενάχωρες καμπίνες κατοικούσαν για χρόνια, άστεγες, φτωχές και πολυμελείς οικογένειες. Σήμερα στεγάζεται εκεί ο Παιδικός Σταθμός της οδού Αβέρωφ, αφού αργότερα την δεκαετία του 70, οι οικογένειες αυτές βρήκαν στέγη στις Λαϊκές κατοικίες, κοντά στην περιοχή της Λάμπης. Οι πρώτοι Αθηναίοι κυρίως τουρίστες, στάθηκαν πολύτιμο στήριγμα στην οικονομία του νησιού μας, αφού ήταν σταθεροί πελάτες για πολλά χρόνια.
Έρχονταν συχνά και έφευγαν με την υπόσχεση, που πάντα τηρούσαν, ότι εκτός απρόοπτου θα ξαναγυρίσουν. Τα πρώτα ναυτιλιακά και τουριστικά πρακτορεία όπως του Βουκουβαλίδη, του Μουζουράκη, του Σταματιάδη, του Λουκόπουλου, και αργότερα του Τυρινόπουλου, του Λαουμζή και του Χαζαντώνη, έκλειναν εισιτήρια στους Έλληνες ταξιδιώτες, μερικούς μήνες πριν. Παράλληλα φρόντιζαν να εξασφαλίσουν τις καλλίτερες καμπίνες, που διέθεταν τα πλοία στους πελάτες τους.
Φυσικά τα πλοία Μιαούλης, Κανάρης και αργότερα το Μιμίκα και το Ρενέτα, κουβαλούσαν αδιάκοπα παραθεριστές από το λιμάνι του Πειραιά και τους έφερναν στα πανέμορφα Δωδεκάνησα. Αυτοί οι πρώτοι ναυτιλιακοί πράκτορες, άνοιξαν την τουριστική αυλαία, στα φιλόξενα γραφικά, απομακρυσμένα νησιά μας, που δέχονταν Έλληνες τουρίστες, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 70. Έπειτα για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, σταμάτησαν να έρχονται οι Αθηναίοι και αντικαταστάθηκαν από τον ξένο και κυρίως Ευρωπαϊκό οργανωμένο τουρισμό. Στο μικρό Αεροδρόμιο της Κω, προσγειωνόταν καθημερινά, μεγάλα αεροπλάνα με απευθείας πτήσεις που συνέδεαν το μικρό νησί, με όλες σχεδόν τις Ευρωπαϊκές χώρες.
Οι πρώτοι Αθηναίοι τουρίστες, διαφήμισαν την Κω τόσο καλά, που πολλές κινηματογραφικές ταινίες γυρίστηκαν εδώ, με αξέχαστους ταλαντούχους ηθοποιούς. Μερικοί θυμούνται τον Βασίλη Αυλωνίτη τον Θανάση Βέγγο, την Τζένη Καρέζη, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Με φυσικό σκηνικό το ξενοδοχείο Ακταίο, την Λεωφόρο Φοινίκων, τις δαντελωτές παράλιες και τα αξεπέραστα μεγαλόπρεπα κτήρια της σκοτεινής Ιταλοκρατίας. Πολλοί θα θυμούνται την υπέροχη βίλλα ‘Μενασέ,’ αλλά και την γεμάτη με λευκό μάρμαρο βίλα Βασιλειάδη, που δυστυχώς κατεδαφίστηκε και στην θέση της κτίστηκε ένα ακόμη σύγχρονο ξενοδοχείο το ‘Τιτάνια’.
Η δεκαετία του 60, ήταν η χρυσή εποχή του τουρισμού, για τα νησιά και τους εγχώριους επισκέπτες τους. Η Κως έμοιαζε με επίγειο παράδεισο, για ντόπιους και ξένους, επειδή ήταν ήσυχη και χωρίς το σημερινό κυκλοφοριακό χάος. Ήταν πάντα καταπράσινη, πεντακάθαρη, ήρεμη και αποτελούσε τον μαγευτικό προορισμό, των Ελλήνων και κυρίως των οικονομικά εύρωστων επισκεπτών.
Δυο - τρία κεντρικά ξενοδοχεία, όπως το Ακταίον, το Μπάτης σημερινό Κως, το Ζέφυρος, το Ξενία, το Κατερίνη, το Βερονίκη, το Δωδεκάνησος και μερικά άλλα, έφταναν για να φιλοξενήσουν τις απαιτήσεις του τότε τουριστικού ρεύματος.
Όμως οι Αθηναίοι περιηγητές προτιμούσαν τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, όπου όλες οι νοικοκυρές τα έφτιαχναν τόσο φιλόξενα και τα οργάνωναν αυθόρμητα, μετατρέποντας τα σε μικρούς εκκολαπτόμενους ξενώνες, χωρίς φυσικά την επίσημη παρέμβαση και επίβλεψη του ΕΟΤ.
Με την δίκη τους ευθύνη, το μεράκι και την φιλόξενη διάθεση, πρόσφεραν αξέχαστες διακοπές στους Έλληνες περιηγητές. Τότε τα πρακτορεία τουρισμού, ήταν σχεδόν ανύπαρκτα και τα υποκαθιστούσαν τα γραφεία ταξιδιών και έκδοσης εισιτηρίων, που έκοβαν Ακτοπλοϊκά εισιτήρια και παράλληλα έκλειναν και δωμάτια σε κάποιο ξενοδοχείο. Αυτά συνέβαιναν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 70, όπου τα απευθείας αεροπλάνα Τσάρτρες, δεν είχαν κάνει ακόμη το ξεκίνημα τους, για την μεταφορά κυρίως των Ευρωπαίων τουριστών.
Μερικοί μεμονωμένοι ξένοι τουρίστες, ξέφευγαν από τον Πειραιά και με το καράβι της γραμμής σταματούσαν για δύο, τρεις ημέρες στα νησιά.
Μετά συνέχιζαν αλλού σε άλλα νησιά, εντελώς ανοργάνωτα την περιήγηση τους. Τότε που η Κως με τους απέραντους καταπράσινους κάμπους της έθρεψε πολύ κόσμο, ‘ούτε η Αίγυπτος τόση ευφορία.’ Τότε που η αγροτιά είχε τον πρώτο λόγο με δεύτερη την κτηνοτροφία. Στον τομέα της γεωργίας, η καλλιέργεια της ντομάτας, με τα επτά εργοστάσια τοματοπελτέ, αλλά και του καπνού, πρωτοστατούσε. Παρόλα αυτά τα χρόνια της ακμής και του πρώτου εγχώριου καλού τουρισμού, γρήγορα πέρασαν. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήλθαν οι ομαδικά οργανωμένοι τουρίστες, κυρίως από τις Σκανδιναβικές χώρες, που είχαν ανακαλύψει το μικρό μας Μεσογειακό παράδεισο.
Τα Εγγλέζικα γκρουπ, οργανωμένου ομαδικού τουρισμού, γέμιζαν ασφυκτικά τα αεροπλάνα και φυσικά όλο το νησί. Έτσι οι ερημικές παραλίες, πλημμύρισαν από πανύψηλες καλλίγραμμες κοπέλες και με ωραίους ξανθούς νέους, που προέρχονταν κυρίως από την Ευρώπη. Συνήθως οι περισσότεροι ήταν φοιτητές, σπουδαστές ή και άνεργοι, με επιδοτούμενες διακοπές.
Οι Ολλανδοί και οι Γερμανοί, οι Γάλοι και οι Βέλγοι, ακολούθησαν τους Άγγλους και τους Σκανδιναβούς και σιγά, σιγά τα καλοκαίρια το νησάκι μας θύμιζε μικρή Ευρωπαϊκή γωνιά. Πολλοί νεαροί αγρότες και κτηνοτρόφοι, προτίμησαν να γίνουν σερβιτόροι, ενώ οι γυναίκες τους καθαρίστριες, στα νεόδμητα ξενοδοχεία και τις αμέτρητες τουριστικές γκαρσονιέρες, που οικοδομήθηκαν με τα ανεξέλεγκτα επιδοτούμενα δάνεια. Τα επτά εργοστάσια τομάτας, σταδιακά έκλεισαν το ένα μετά το άλλο.
Μερικά κατέβασαν τους μοχλούς της πολυετούς λειτουργίας τους, τα τελευταία δέκα χρόνια, όπως του Νομικού, του Χαραλαμπόπουλου, του Κανακάρη, του Γκίκα, του Λυκούδη, του Μερνδρινού και του Αγροτικού Συνεταιρισμού Κω, δηλαδή της ΑΒΙΚΩ. Με τον καιρό οι Αθηναίοι περιηγητές, άλλαξαν τουριστικό προορισμό, γιατί φαίνεται πως δεν άντεξαν τον κυκλοφοριακό κομφούζιο, από τα εποχιακά ενοικιαζόμενα μηχανάκια, τα αυτοκίνητα, και τα πολλά λεωφορεία.
Δεν άντεξαν τον εκκωφαντικό θόρυβο, από τα γύρω νυχτερινά βραδινά κέντρα διασκέδασης και τα μπαράκια. Αλλά δεν ήταν και συνηθισμένοι να πληρώνουν ακριβά για λίγες ώρες, τον ήλιο και την θάλασσα, στις ενοικιαζόμενες ομπρέλες, στην άλλοτε ελεύθερη παραλία. Αναζήτησαν σε άλλο γαλήνιο νησί, αυτό που η Κως δεν μπορούσε πια να τους προσφέρει, όπως την πολυπόθητη ησυχία, την καθαριότητα, τη ζεστή φιλοξενία και τις ξένοιαστες και ήρεμες διακοπές.
Ο Στάθης και ο Σαράντης, δεν ήταν μόνο οι αχθοφόροι που έκαναν άγρα πελατών, για το μεροκάματο. Ήταν οι πρώτοι ανεπίσημοι τουριστικοί πράκτορες, οι πρώτοι ιδιαίτεροι ξεναγοί και αυτοί που ευτύχησαν να δουν τις καλλίτερες ημέρες του τουρισμού, στην καταπράσινη Κω. Αυτή η ωραία εποχή πέρασε ανεπιστρεπτί, αφήνοντας στην μνήμη μας τα δικά της σημάδια και τη δική της νοσταλγία, για τους πρώτους Έλληνες και κυρίως τους Αθηναίους περιηγητές του, Ακριτικού, φιλόξενου και εύφορου νησιού των Δωδεκανήσων.
Αγρέλλη Ξανθίππη