Η πτώση της διεθνούς τιμής του Brent, η σταθεροποίηση του ευρώ έναντι του δολαρίου στην περιοχή του 1,1 και η πτώση των διυλιστηρίων τιμών βενζίνης και πετρελαίου ασκούν πιέσεις στις τιμές των καυσίμων και τις απομακρύνουν από το όριο των 2 ευρώ, το οποίο πλησίαζαν επικίνδυνα πριν από λίγες ημέρες.
Με το Brent να κινείται κάτω από τα 80 δολάρια το βαρέλι (κοντά στα 79 ευρώ την Παρασκευή) και τον φόβο της ύφεσης να ενισχύεται λόγω της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, οι τιμές αναμένεται να κινηθούν σε χαμηλότερα επίπεδα τις επόμενες ημέρες, αλλά αυτό ίσως να μην διαρκέσει για πολύ. Αρχής γενομένης από το Brent, το οποίο αναμένεται ότι θα ανακάμψει και θα κινηθεί και πάλι πάνω από τα 80 δολάρια, παράγοντες της διεθνούς αγοράς υποστηρίζουν ότι υπάρχουν αντίρροπες δυνάμεις που οδηγούν σε μια σχετική ηρεμία, η οποία κατά πολλούς μεταφράζεται και ως επιστροφή στα 80 δολάρια ή και λίγο παραπάνω.
Πώς κινούνται οι τιμές των καυσίμων στην ελληνική αγορά
Στην ελληνική αγορά, οι τιμές των καυσίμων κινούνται πτωτικά τις τελευταίες ημέρες, με τη μέση πανελλαδική τιμή της απλής αμόλυβδης να διαμορφώνεται στα 1,896 ευρώ το λίτρο από 1,932 την προηγούμενη εβδομάδα και του diesel κίνησης στα 1,612 από 1,643 ενώ δεδομένης της πτώσης των διυλιστηριακών τιμών το Σαββατοκύριακο εκτιμάται ότι οι τιμές θα εξακολουθήσουν να κινούνται σε χαμηλότερα επίπεδα. Η περίοδος «χάριτος» ωστόσο εκτιμάται ότι δεν θα διαρκέσει πολύ καθώς το καλοκαίρι πλησιάζει, οι μετακινήσεις αυξάνονται και η ζήτηση ανακάμπτει. Ήδη στις ΗΠΑ, τον μεγαλύτερο καταναλωτή καυσίμων, τα αποθέματα μειώνονται λόγω της αύξησης της ζήτησης καθώς οδεύουμε προς το καλοκαίρι.
Γιατί οι τιμές αναμένεται να ανέβουν ξανά παρά τις πιέσεις
Τα απογοητευτικά οικονομικά στοιχεία από τις ΗΠΑ, τον μεγαλύτερο χρήστη αργού στον κόσμο και η αβεβαιότητα για περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων δημιούργησαν ανησυχίες για τη μελλοντική ζήτηση καυσίμων.
Η αγορά θεωρεί ότι οι πιθανές αυξήσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες που μάχονται τον πληθωρισμό θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη και να μειώσουν τη ζήτηση ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να αυξήσουν τα επιτόκια στις επόμενες συνεδριάσεις τους.
Από την πλευρά της προσφοράς, ο Ρώσος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αλεξάντερ Νόβακ δήλωσε ότι η ομάδα ΟΠΕΚ+ δεν βλέπει ανάγκη για περαιτέρω περικοπές της παραγωγής παρά τη χαμηλότερη από την αναμενόμενη κινεζική ζήτηση, αλλά ότι ο οργανισμός μπορεί ανά πάσα στιγμή να προσαρμόσει την πολιτική του εάν είναι απαραίτητο.
Όμως, τα στοιχεία της Υπηρεσίας Ενεργειακών Πληροφοριών έδειξαν ότι τα αποθέματα αργού πετρελαίου και βενζίνης στις ΗΠΑ μειώθηκαν περισσότερο από το αναμενόμενο την περασμένη εβδομάδα, καθώς η ζήτηση για καύσιμα κίνησης αυξήθηκε ενόψει της καλοκαιρινής περιόδου αιχμής. Η τόνωση της ζήτησης στις ΗΠΑ αλλά και σε άλλους μεγάλους καταναλωτές όπως είναι η Κίνα αποτελούν σταθεροποιητικούς παράγοντες σε περιόδους όπου αναζωπυρώνονται τα σενάρια της ύφεσης. Αυτός είναι και ο λόγος που αρκετοί παράγοντες της διεθνούς αγοράς αναμένουν ότι οι τιμές θα ξεπεράσουν σύντομα τα 80 δολάρια και θα ανέλθουν στα 90 δολάρια στους επόμενους μήνες. λόγω της κινεζικής ζήτησης και της σύσφιξης της αγοράς μετά τις τελευταίες περικοπές παραγωγής του ΟΠΕΚ+. Σε έρευνα του Reuters την Παρασκευή, οι ειδικοί προβλέπουν ότι οι τιμές του Brent θα ανέλθουν κατά μέσο όρο στα 87,12 δολάρια το βαρέλι φέτος, αναθεωρώντας ανοδικά τη μέση πρόβλεψη της προηγούμενης δημοσκόπησης το Μάρτιο.
Μέχρι στιγμής φέτος, οι τιμές του Brent κυμαίνονταν κατά μέσο όρο στα 82 δολάρια, ενώ διαπραγματεύονταν λίγο πάνω από τα 79 δολάρια νωρίς την Παρασκευή.
Η πρόβλεψη αυτή συνάδει με τις εκτιμήσεις άλλων διεθνών αναλυτών οι οποίοι αναμένουν ότι οι αιφνιδιαστικές πρόσθετες περικοπές του ΟΠΕΚ+ κατά 1,16 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως μεταξύ Μαρτίου και Δεκεμβρίου θα περιορίσουν σημαντικά την προσφορά το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Η ανάκαμψη της ζήτησης στην Κίνα αναμένεται επίσης να μειώσει την προσφορά και ενδεχομένως να αντισταθμίσει την αδυναμία στις μεγάλες ώριμες οικονομίες, εάν οι συνεχιζόμενες αυξήσεις των επιτοκίων οδηγήσουν σε ύφεση αργότερα φέτος.
insider.gr