Κάθε φορά που διασχίζουμε τον κάθετο δρόμο, των Παλαιών Πολεμιστών επί της οδού Ζαράφτου, θυμόμαστε την αξέχαστη ταβέρνα του Μπάρμπα Γιάννη, που βρισκόταν πάνω στο ομώνυμο ρέμα. Το άλλοτε στενό, ‘βουρκωμένο’ ρέμα, δίπλα στις λαϊκές κατοικίες, έγινε ένας πλατύς και λειτουργικός, πολυσύχναστος δρόμος, που αποφάσισα να τον περπατήσω.
Απέναντι μου, κλειστές πια οι διάσημες ντίσκο Καλούα, Χέβεν και πιο πέρα το ιστορικό Οινοποιείο. Δίπλα βρισκόταν το ταμπάκικο ή το παλιό βυρσοδεψείο, του αείμνηστου Πάτμιου, και παραδίπλα, τα παλιά
Δημοτικά σφαγεία.
Με συνεπήρε η νοσταλγία της εποχής, όταν η Κως ήταν αυτάρκης σε όλα. Η ταβέρνα του Μπάρμπα Γιάννη, αποτελούσε χώρο ξεκούρασης, για τους δεκάδες εργαζόμενους, στο οινοποιείο, στα ταμπάκικα, δηλ στο βυρσοδεψείο, στα σφαγεία, στο κητοποιείο και στην τοματο- βιομηχανία της ΑΒΙΚΩ. Εκεί μαζεύονταν οι εργάτες, για το κολατσιό ή για το σύντομο γεύμα τους, πριν επιστρέψουν στη δουλειά τους. Παράλληλα, η μοναδική τότε παραλιακή ταβέρνα, που έβλεπε προς τη θάλασσα, εκτελούσε χρέη καφενείου και εστιατορίου. Τότε συγκέντρωνε αρκετούς ντόπιους και ξένους τουρίστες, που αναζητούσαν καλό φαγητό και ευχάριστη ατμόσφαιρα στην παραλία, μετά το θαλασσινό μπάνιο τους.
Σήμερα δεν υπάρχει πια, ακολούθησε την τύχη των γύρω ιστορικών κτηρίων, όπως του παλιού Οινοποιείου.
Το άδειο κουφάρι του Οινοποιείου, σαν παλιό σκαρί, με ταξίδεψε σε άλλες εποχές. Στην εποχή που υπήρχαν τα παραδοσιακά, οικογενειακά πατητήρια και οι μικροί οινοπαραγωγοί.
Όταν μας πήγαιναν εκδρομή με το Γ’ Δημοτικό Σχολείο (το Αζίλο), στο Οινοποιείο, για να θαυμάσουμε τα θορυβώδη μηχανήματα και την λειτουργία παραγωγής, ζύμωσης και εμφιάλωσης ντόπιου οίνου.
Τόσο καλά φημισμένου, που έκανε και πολλές εξαγωγές.
Τότε που τα φορτηγά, δεν προλάβαιναν να κουβαλάνε γεμάτα τα καφάσια με τα σταφύλια. Άκουνο σταφύλι ή ψιλό, χοντρή ρόγα, κιτρίνη ή μαβιά, μυρωδάτη, μελωμένη σουλτανίνα, έτοιμη για σταφίδα. Την άπλωναν στις στέγες των χαμηλόχτιστων σπιτιών και περνούσαν γλυκά τις χειμωνιάτικες αποσπερίδες τους. Μια χούφτα σταφίδες για κολατσιό, στα Σχολιαρόπαιδα, ήταν αρκετές και πολύ θρεπτικές.
Πήρα την κάμερα μου και ξεκίνησα να φωτογραφίσω, το παλιό Οινοποιείο του νησιού μας. Με λύπη μου διαπίστωσα πως μόνο νυχτερίδες και αράχνες, ερημιά, εγκατάλειψη και βρωμιά κατοικούσαν σ’ εκείνο το άλλοτε ζωντανό, ξεχωριστό κτήριο.
Με την ξύλινη οροφή του πεσμένη, με το κέλυφος του πληγωμένο από παντού και με το πάτωμα γεμάτο από κάθε είδους σκουπίδια, μόνο λύπη και απογοήτευση με πλημμύρισαν.
Καδρόνια, καρφιά, κουτιά από μπογιές, ανακατωμένα με στοίβες από παλιά τιμολόγια, αποδείξεις, κατάλογους και κατάστιχα με λογαριασμούς, όλα χειρόγραφα.
Ανάμεσα τους, σκόρπιες οι ετικέτες για τα μπουκάλια.
Τις παλιές μηχανές, τα βαρέλια ζύμωσης και τα ανάλογα σκεύη και εργαλεία, φαίνεται πως οι ‘επιτήδειοι’ ρακοσυλλέκτες, τα μάζεψαν για την δική τους ανακύκλωση σιδηρικών.
Τα πράσινα, ξύλινα παντζούρια και η μεγάλη καταπράσινη πόρτα εισόδου, μου θύμισαν τους καταπράσινους και εύφορους αμπελώνες της Κω.
Αν και έφτασε προς το τέλος της, η εποχή του τρύγου, με τον Αύγουστο τον τρυγητή, να δίνει την θέση του στον ήπιο Σεπτέμβρη, όμως η Οινοπία στη Κω δεν τελείωσε. Την συνεχίζουν οι ατελείωτοι αμπελώνες και τα οινοποιεία της οικογένειας Τριανταφυλλοπούλου, των αδελφών Χατζηεμμανουήλ, του κ. Μωρέ και του κ. Χατζηνικολάου, και πολλών άλλων ικανών και αξιόλογων οινοπαραγωγών.
Ωστόσο δεν μπόρεσα να μην συγκινηθώ, διαβάζοντας τις πεταμένες ταμπέλες με τα κλασικά ιστορικά ονόματα στα μπουκάλια. Η χαρά του Διόνυσου, τα μεθυστικά κρασιά της Κω.
Κεχριμπαρένια ρετσίνα, Θεόκριτος, αυτή που μόνο ο καλλίτερος χημικός του οινοποιείου ο αξέχαστος Νίκος Μουζάκης κατάφερνε να φτιάξει.
Κρασιά Απελλής, Βερενίκη, Γλαύκος, ευλογημένο Νάμα. Λευκός, ξηρός, ημίγλυκος, ροζέ, ερυθρός οίνος, που ευφραίνει καρδία. Μπρούσκο, κατακόκκινος ολόγλυκος οίνος, που έπαιρνε την ανάλογη ονομασία του στο μπουκάλι και μια θέση στα γιορτινά τραπέζια.
Οι πωλήσεις γίνονταν από τον δραστήριο για πολλά χρόνια πωλητή, τον αείμνηστο Σεβαστό τον Πισσάρη, στο γνωστό κατάστημα στο λιμάνι. Σήμερα στην θέση του βρίσκεται το εστιατόριο ‘Λήμνος,’ απέναντι από την παλιά πιάτσα των ταξί.
Ήταν τόσοι η ζήτηση, που ο ακούραστος ο Σταμάτης Γιαλλομανδράκης, μαζί με τον έμπειρο οδηγό τον Μιχάλη τον Ήλιο, γυρνούσαν μ’ ένα φορτηγάκι και έκαναν διανομή στα μαγαζιά, τις παραγγελίες των κρασιών.
Εκεί κοντά στον ιστορικό Πλάτανο του Ιπποκράτη, είχε την έδρα του το παράρτημα πώλησης κρασιών του οινοποιείου του Αγροτικού συνεταιρισμού Κω η ‘Μεροπίς’.
Μαέστρος και συντονιστής για πάρα πολλά χρόνια, στο τιμόνι του Αγροτικού Συνεταιρισμού Κω, ο ικανότατος κ. Πασχάλης Χατζηνικολάου. Ως Διευθυντής υπηρέτησε, ο δραστήριος Στέργος Χατζηστέργος.
Προσεκτικά ξεναγήθηκα, για να μην πατήσω σκόρπια γυαλιά, καρφιά, σε όλους τους χώρους και τα γραφεία του παλιού εργοστασίου, που με αφοσίωση το υπηρέτησε ο αεικίνητος και πανύψηλος κ. Κλεόβουλος Γιαλλομανδράκης.
Κάθε γωνιά, είχε να μου διηγηθεί την δική της ξεχωριστή ιστορία. Πως μεγαλούργησε το Οινοποιείο της Κω, κυρίως στην δεκαετία 60 - 70 και πως απασχολούσε πολύ κόσμο και συντηρούσε ολόκληρες οικογένειες. Τότε που ο πρωτογενής τομέας, ήταν η ραχοκοκαλιά της ντόπιας οικονομίας.
Το Οινοποιείο της Κω, αποτελούσε κομμάτι της πρώτης μεταπολεμικής βιομηχανικής περιόδου των Ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων. Από το 1912 -1923, υπήρχε μια καθίζηση δραστηριοτήτων. Αυτό άλλαξε από το 1923- 1936, και συνεχίστηκε, όπου ο πλούτος και η παραγωγή των νησιών, αξιοποιήθηκαν μέσα από κερδοφόρες δράσεις βιομηχανικές ή βιοτεχνικές. Όταν η ανεργία, ήταν μια άγνωστη λέξη για τα νησιά μας.
Τότε που οι Βιομηχανίες των Δωδεκανήσων, συνοψίζονταν ως εξής.
Αλευροβιομηχανία, Ρόδου και Λέρου.
Αγγειοπλαστική, κεραμοποιεία, Ρόδου και Κω, στην Καρδάμαινα και στα Τσουκαλαριά.
Οινοποιεία, Ρόδου ΚΑΙΡ και οινοποιείο της Κω.
Ταπητουργία, Ρόδου και Κάρπαθου.
Μεταξοβιομηχανία, Ρόδου.
Σαπωνοποιεία Ρόδου.
Επεξεργασία σπόγγων, Καλύμνου και Σύμης.
Καπνοβιομηχανία, Ρόδου.
Ελαιουργεία, Ρόδου και Κω.
Βιομηχανία τοματοπελτέ, Ρόδου και τα ιδιωτικά εργοστάσια στην Κω, μαζί με της ΑΒΙΚΩ. (Του Αγροτικού Συνεταιρισμού Κω.)
Αυτά ήταν του Νομικού στην Κω, των αδελφών Κανακάρη στην Κω, του Μενδρινού στο Πυλί, του Χαραλαμπόπουλου στο Τιγκάκι και του Γκίκα στο Μαστιχάρι.
Αυτά ήταν τα χρυσοφόρα Δωδεκάνησα, με την Κω να πρωταγωνιστεί στην παραγωγή καπνού, σουσαμιού, σίτου, ελαιολάδου, σταριού, πλήθους κηπευτικών, ντομάτας και σταφυλιών.
Σήμερα το ιστορικό Οινοποιείο απέμεινε μόνο και έρημο, ένα εγκαταλειμμένο άδειο κουφάρι, όπου αφού το άδειασαν οι επιτήδειοι ρακοσυλλέκτες, μετετράπη σε σκουπιδότοπο, ενώ οι εξωτερικοί του χώροι σε παρκινγκ αυτοκίνητων.
Στην Σαντορίνη, η οικογένεια Νομικού, μετέτρεψε το εργοστάσιο τοματοπελτέ ιδιοκτησίας της, σε παραδοσιακό Μουσειακό χώρο, Αγροτικής παραγωγής, μεταποίησης και Βιομηχανίας. Στην Κω το εργοστάσιο τοματοπελτέ ‘Νομικός’, επί της οδού Αβέρωφ, απέναντι από την Εκκλησία του Αγίου Παύλου, πουλήθηκε και έγινε πολυώροφα κτήρια.
Τουλάχιστον να μπορούσαμε να σώσουμε το Οινοποιείο και την ΑΒΙΚΩ και με την συνεργασία τη Αγροτικής Τράπεζας, ή άλλης, στην οποία περιήλθαν τα κτίσματα λόγω χρεών, να τα αξιοποιήσουμε σαν μνημεία της νεώτερης τοπικής ιστορίας μας.
Θα ήταν επιτυχία αν μπορούσαμε να κάνουμε ένα λαογραφικό Μουσειακό χώρο, που θα διηγείται στους επισκέπτες, τον παλιό δυναμικό παραγωγικό τρόπο της ευλογημένης, εύφορης Κωακής γης, πριν η ‘λευκή βιομηχανία’ του Τουρισμού, τα αλλάξει όλα. Σήμερα με την φονική πανδημία, η ανάγκη για στροφή στον πρωτογενή τομέα, γίνεται όλο πιο επιτακτική.
Γιατί η μάνα γη, δεν άφησε κανέναν να πεινάσει. Ευχή όλων είναι, το παλιό Οινοποιείο που κλείνει μέσα στο ερειπωμένο κουφάρι του, σελίδες ανάπτυξης του νησιού μας, γρήγορα να ανακαινιστεί.
Για να θυμίζει στους νεώτερους, πόσο αυτάρκης ήταν και είναι, η εύφορη και καταπράσινη Κως. Αυτή που όσους έθρεψε, ούτε η Αίγυπτος.
‘Η ανθρώπινη ζωή είναι σύντομη, η επιστήμη ατέλειωτη, ο χρόνος ολίγος, η πείρα λαθεμένη και η απόφαση γεμάτη ευθύνες.’
(Ο Κώων Ιπποκράτης, 460- 377 π.Χ.)
Ξανθίππη Αγρέλλη