Περπατώ στην άκρη του ανακαινισμένου λιμανιού και κοιτάζω το παιχνίδι που κάνουν οι αμέτρητες βάρκες, στα ανήσυχα νερά του. Βυθίζω το βλέμμα και τις σκέψεις μου στην καταγάλανη θάλασσα. Σαν κύματα έρχονται οι αναμνήσεις από την θρυλική δεκαετία του 60- 70. Τότε που έκανε δειλά τα πρώτα του βήματά ο τουρισμός, στο πανέμορφο, καταπράσινο νησί μας.
Κοιτάζω το πλοίο της γραμμής, που είναι αραγμένο δίπλα στο μεγάλο, Ενετικό Κάστρο της Νεραντζιάς και στην θέση του βλέπω τα παλιά πλοία της γραμμής, να σφυρίζουν την άφιξη τους. Μέσα από τη μαυρισμένη τους τσιμινιέρα, ή μπουρού, καλούσαν τις βάρκες -λάντζες, να τα πλησιάσουν και να αρχίσουν την αποβίβαση. Οι λιγοστοί ντόπιοι επιβάτες, ήταν ανακατεμένοι με μερικούς Αθηναίους επισκέπτες. Αυτοί ήταν και οι πρώτοι τουρίστες που θα χαίρονταν τις ομορφιές του Αιγαιοπελαγίτικου ακριτικού νησιού μας, που έμοιαζε με έναν ανοικτό, δροσερό ανθισμένο κήπο.
Στο λιμάνι τους περίμεναν δυο γνωστές φιγούρες, για να τους παραλάβουν και να τους οδηγήσουν στο πιο φιλόξενο κατάλυμα, που διέθετε τότε η πόλη μας.
Οι αχθοφόροι φόρτωναν πάνω σε ένα αυτοσχέδιο καρότσι, φτιαγμένο από ξύλινες τάβλες και δυο τροχούς ποδηλάτου, της βαριές βαλίτσες των Αθηναίων πρώτων τουριστών.
Ο Στάθης ο Σκιαθίτης, που παραδόξως καταγόταν από την Πάτμο και όχι από την Σκιάθο, μαζί με τον Στεφανή τον Σαράντη, ξεκινούσαν από το λιμάνι, φορτωμένοι με τις αποσκευές των Ελλήνων τουριστών. Πίσω τους ακολουθούσαν οι κουρασμένοι από το πολύωρο, θαλασσινό ταξίδι, Αθηναίοι επισκέπτες. Περνούσαν το πέτρινο λιμάνι και έβγαιναν στις αποθήκες Καπνού, (το σημερινό ξενοδοχείο Μαρίνα ή Κόστα-Παλάς), έστριβαν από τη ΔΕΗ στο δρόμο της Αβέρωφ, που ήταν ένας μακρύς πυκνοφυτεμένος με πανύψηλες λεύκες δρόμος.
Μέχρι να καταλήξουν στο ανάλογο κατάλυμα που οι βαστάζοι γνώριζαν ή ρώταγαν αν ήταν άδειο και διαθέσιμο.…
-Κυρά Μερόπη, έχεις δωμάτιο;
-Έχω Στάθη μου, ένα αδειανό.
-Έλα δώσε το, με ένα κατοστάρικο τη βραδιά και το πρώτο κατοστάρικο όπως ξέρεις, είναι η πληρωμή η δικιά μου.
-Έκλεισε, απαντούσε η νοικοκυρά.
Οι νεόκτιστες μονοκατοικίες, που χτίστηκαν στην περιοχή του Αγίου Παύλου, πριν ακόμη χτιστεί ο σημερινός περικαλλής Ιερός Ναός, ήταν πεντακάθαρες, ζεστές και φιλόξενες.
Οι ιδιοκτήτες μαζί με τα παιδιά τους, έβγαιναν κυριολεκτικά από τα σπίτια τους, για να ενοικιάσουν ένα δυο διαθέσιμα δωμάτια. Από τον Ιούνιο που έκλειναν τα Σχολεία, οι νοικοκυραίοι διέμεναν αμέριμνοι και ξένοιαστοι, στον ακάλυπτο χώρο, που υπήρχε για κήπος, στο πίσω μέρος του παραλιακού σπιτιού τους.
Οι Αθηναίοι τουρίστες, που ήταν συνήθως επιχειρηματίες, δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι, ακόμη και φοιτητές, ζούσαν την σπιτική φιλοξενία, με ένα κόκκινο κατοστάρικο τη βραδιά. Χρησιμοποιούσαν κοινή κουζίνα και τουαλέτα, με τους νοικοκυραίους και έμεναν σε πεντακάθαρα λιτά δωμάτια, που πολλές φορές δεν είχαν ούτε ντουλάπες.
Όμως απολάμβαναν τις διακοπές τους, δίπλα στο αφρισμένο κύμα και έκαναν ολημερίς ηλιοθεραπεία στην ζαχαρένια αμμουδιά, μέχρι που ο ήλιος να βάψει πορφυρένια τη Δύση.
Εκεί στα θαλασσινά νερά, όπου τα εργοστάσια τοματοπολτού του Νομικού και της ΑΒΙΚΩ, τα ζέσταιναν με τα απόβλητα που ξέφευγαν από το ξέπλυμα της ντομάτας, έπαιζαν και λούζονταν τα παιδιά της γειτονιάς, μαζί με τα παιδιά των Αθηναίων περιηγητών.
Όταν πεινούσαν οι Έλληνες τουρίστες, γεύονταν την παραδοσιακή ντόπια κουζίνα, με ντολμαδάκια και μουσακά, με ολόφρεσκο ψάρι και θαλασσινά, στις παραλιακές ταβέρνες του μπάρμπα Γιάννη και του Παρασκευά και ξεδιψούσαν με τα αναψυκτικά του Σταμάτη του Γαλαθρή.
Το βράδυ το ολόγιομο φεγγάρι, φώτιζε τις αυλές των σπιτιών, που φιλοξενούσαν τους πρώτους τουρίστες. Νοικοκυραίοι και επισκέπτες, αποσπέριζαν κάτω από την κληματαριά και το αγιόκλημα και απολάμβαναν δροσερό καρπούζι, μελωμένο πεπόνι, μαζί με την ντόπια ντοματοσαλάτα, ενισχυμένη με το κόκκινο τυρί, το παραδοσιακό κρασσοτύρι.
Την επομένη ημέρα, οι παραλίες γέμιζαν πάλι με τους συνηθισμένους τουρίστες, οι οποίοι έμεναν από μια εβδομάδα έως και ένα μήνα. Έπιαναν φιλίες με τους νοικοκυραίους, αντάλλασσαν διευθύνσεις και τηλέφωνα και συχνά αλληλογραφούσαν. Οι ιδιοκτήτες των μονοκατοικιών είχαν και τα τυχερά φιλοδωρήματα τους, στο τέλος κάθε αναχώρησης. Αυτά τα μάζευαν σε ειδικό κουμπαρά, για τις έκτακτες ανάγκες, του δύσκολου Χειμώνα.
Αυτός ήταν ο πρώτος εσωτερικός τουρισμός, με τους μεμονωμένους Έλληνες ταξιδιώτες (individual travelers), πριν καλά- καλά, τελειώσει το Αεροδρόμιο και πλημμυρήσουμε από απευθείας πτήσεις τσάρτερ (charter flights), με κάθε λογής ξένους Ευρωπαίους τουρίστες.
Τα πρώτα ξενοδοχεία ήταν το Ξενία, το Κως, το Ζέφυρος, το Μπάτης, το Κατερίνη, το Βερενίκη και το Δωδεκάνησος. Όλα σχεδόν κοντά στο λιμάνι.
Οι νεότεροι τουρίστες, διασκέδαζαν στην παραλιακή ντισκοτέκ ή αλλιώς χορευτικό κέντρο, την ‘Μεροπίδα’ που σήμερα βρίσκεται στη θέση της η Mαρίνα.
Τα υπαίθρια θερινά σινεμά, έπαιζαν Ελληνικές ταινίες, από τις οποίες πολλές είχαν γυριστεί στην όμορφη Κω, με πολλούς γνωστούς και αξιόλογους ηθοποιούς.
Αυτά ήταν ο Ορφέας, το Κεντρικό, το Άστρο, το Ρεξ και το Σπλέντιτ.
Ο Μπάμπης ο Καραμπεσίνης, αναλάμβανε να ντύσει μουσικά τις γειτονιές, με το περιφερόμενο καροτσάκι, πικάπ του, κυρίως με τα Δημοτικά τραγούδια των αδελφών Άννας και Έφης Σαρρή. Την δροσιά του πρόσφερε απλόχερα και ο πλανόδιος παγωτατζής στους δρόμους που ήταν ο Αντωνάκης ο Σαλαχώρης, με τα ξεχωριστά παγωτά, που του προμήθευε ο καλλίτερος στο είδος του, ο αείμνηστος ζαχαροπλάστης ο Ιμπραήμ Φαναρτζής.
Οι Αθηναίοι έκαναν πολλά ψώνια και αυτό το ευνόησε, το ειδικό αδασμολόγητο καθεστώς των Δωδεκανήσων, μετά την Ενσωμάτωση. Ψώνιζαν ομπρέλες από τον Καματερό και τον Κιοσόγλου. Υφάσματα από τον Τσιρπανλή, τον Καραντώνη και τον Κουνούπη.
Σερβίτσια και γυαλικά, από τον Γερακιό, τον Πουλιό, τον Κουτούζη και τον Μουζουράκη, καθώς ποτά και ουίσκι από τον Κουρούνη, τον Χαρτοφίλη και τον Χατζημιχάλη.
Για να γλυκάνουν πιο πολύ τις καλοκαιρινές διακοπές τους οι Αθηναίοι τουρίστες, έπαιρναν το ντόπιο γλυκό κουταλιού, το ντοματάκι της Κω και τα στρογγυλά παραδοσιακά μπακλαβαδάκια, από τον μαέστρο της ζαχαροπλαστικής, τον αξέχαστο Μιχάλη Τσιβρινή.
Το βραδάκι, κατέληγαν για φρέσκο ψάρι στην ταβέρνα του Τουρκομανώλη, του Κεφάλα ή και στα εστιατόρια του Κουγιουμτζόγλου και του Λήμνου, στο λιμάνι. Φυσικά οι προκλητικές μυρωδιές από τα σουβλάκια του Μαχαιρά και του Μωρέ, δεν τους άφηναν αδιάφορους.
Την πόλη την γυρνούσαν με τον πιο απλοϊκό τρόπο, με το ποδήλατο, που φρόντιζαν ειδικοί εκπαιδευτές σε λίγες ώρες να τους διδάξουν. Έτσι επισκέπτονταν το Μουσείο, το Κάστρο της Νεραντζιάς, τον αιωνόβιο Πλάτανο του Ιπποκράτη και έφθαναν μέχρι και το Ασκληπιείο.
Όταν ήθελαν να εξερευνήσουν τα όμορφα γραφικά χωριά μας, έπαιρναν το λεωφορείο της γραμμής ή τα λιγοστά ταξί από την πιάτσα. Ακόμη οι επισκέπτες, μας συμμετείχαν σε γιορτές και πανηγύρια όπως της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο και πήγαιναν στις Εκκλησιαστικές γιορτές του Αγίου Παύλου, τον Ιούνιο και της Αγίας Παρασκευής, τον Ιούλιο.
Αυτοί λοιπον ήταν οι πρώτοι μας τουρίστες οι Αθηναίοι, που πρεσβευτές τους ήταν οι δυο γνωστοί αχθοφόροι, που τους πήγαιναν στα διάφορα δωμάτια, πριν γίνουν οι πολυάριθμες γκαρσονιέρες και τα ξενοδοχεία. Έφευγαν ευχαριστημένοι, ξανάρχονταν και καλό-σύστηναν στους φίλους τους το νησί μας, τότε που η λέξη άγρα πελατών, ήταν άγνωστη και ο ΕΟΤ σχεδόν ήταν ανύπαρκτος.
Τότε που μόνο μερικά ναυτιλιακά πρακτορεία υπήρχαν στο νησί μας. Αυτά εκτός από τα εισιτήρια που έκοβαν, έκαναν και χρέη τουριστικών πρακτορείων. Ήταν του Βουκουβαλίδη, του Ανδριωτάκη, του Σταματιάδη, του Μουζουράκη, του Τριπολίτη, του Λουκόπουλου, του Τυρινόπουλου και αργότερα του Χατζαντώνη. Τα καράβια που προσέγγιζαν το λιμάνι της Κω, ήταν το Έσπερος, το Κανάρης, το Μιαούλης και αργότερα το Μιμίκα και το Ρενέτα.
Στο τέλος της δεκαετίας του 70 και στις αρχές του 80, εμφανίστηκε ο πρώτος οργανωμένος μαζικός, ομαδικός τουρισμός, με γκρουπ από κυρίως Ευρωπαίους τουρίστες. Αυτοί ερχόταν με απευθείας πτήσεις από τις χώρες τους, στο αεροδρόμιο της Κω.
Όλο αυτό το κύμα του τουρισμού, ήταν η αιτία για την αλματώδη ανάπτυξη του νησιού μας, με την οικοδομή να ανθίζει, σε ξενοδοχεία, σπίτια και διαμερίσματα. Την δε διασκέδαση να καταλήγει στις παραλιακές ντίσκο, Καλούα και Χέβεν. Τότε έκαναν την εμφάνιση τους και τα πρώτα Ελληνικά λεβέντικα Καμάκια, αφού οι νεαρές ξένες τουρίστριες αναζητούσαν για τις διακοπές τους, ‘λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι τους’……
Επίσης τότε οργανώθηκαν και τα πρώτα τουριστικά μαγαζιά, με διάφορα ενθύμια-σουβενίρ, στην παλιά πόλη και στην οδό Κανάρη. Σταδιακά εμφανίστηκε και το σύστημα κλειστών διακοπών, στα ξενοδοχεία με τα πακέτα ‘all inclusive,’ δημιούργημα των μεγάλων Τουριστικών Πρακτορείων, των (Tour Operators).
Επειδή τα πάντα αλλάζουν και οι εποχές γυρίζουν, όλη αυτή η τουριστική κίνηση και η αλλαγή, είχε τα θετικά και τα αρνητικά της.
Ενίσχυσε οικονομικά το νησί, ενώ παράλληλα αυτό έχασε τον γνήσιο, νησιωτικό χαρακτήρα του. Οι παλιές γραφικές γειτονιές χάθηκαν, και οι μονοκατοικίες αντικαταστάθηκαν από πολυώροφα κτίσματα. Η γεωργία παρήκμασε, τα εφτά εργοστάσια τοματοπολτού έκλεισαν, τα χωράφια χέρσωσαν, αφού τα αγροτόπαιδα προτίμησαν να πάνε σερβιτόροι και οι αγρότισσες καθαρίστριες. Πολλοί ξενιτεύτηκαν, στα τέσσερα σημεία της Γης ή προτίμησαν τον ναυτικό κλάδο. Οι ήσυχοι δρόμοι πύκνωσαν, με ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα και οι παραλίες με ενοικιαζόμενες ομπρέλες, αφού οι τουρίστες αναζητούσαν ήλιο και θάλασσα.
Παρόλα αυτά όλοι νοσταλγούμε, ό,τι όμορφο ζήσαμε όντας μαθητούδια στο θρυλικό 3ο Δημοτικό Σχολείο το Αζίλο. Βλέποντας τους πρώτους τουρίστες, που δεν ήταν άλλοι, από γνήσιοι Έλληνες και κυρίως Αθηναίοι.
Ευχή όλων είναι η σημερινή οικονομική και πολιτική κρίση, να μην επηρεάσει αρνητικά, την ναυαρχίδα της οικονομίας μας, που είναι και θα είναι ο Τουρισμός. Μήπως λόγω της φονικής πανδημίας, ο εσωτερικός τουρισμός, θα μπορούσε να κλείσει τα κενά και τις πληγές, που όλοι βιώνουμε στον ευαίσθητο τομέα του τουρισμού; Μήπως οι Έλληνες περιηγητές είναι το σωσίβιο στην παρούσα τουριστική, οικονομική, κοινωνική, κρίση υγείας και επιβίωσης;
Ξανθίππη Αγρέλλη