Με τις σημερινές συνθήκες, του υποχρεωτικού εγκλεισμού μας στα σπίτια, από την φονική πανδημία, ας θυμηθούμε πως οι κάτοικοι της υπαίθρου περνούσαν τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες βραδιές τους. Μια και μπαίνουμε ημερολογιακά και καιρικά, στον δύσκολο για όλους Χειμώνα, θα νοσταλγήσουμε τις βραδινές επισκέψεις.
Τις έλεγαν αποσπερίδες ή ποσπερίδες, βεγγέρες και βίζιτες, αυτές τις επισκέψεις . Μόλις σουρούπωνε και η νοικοκυρά τέλειωνε τις σπιτικές δουλειές της και ο νοικοκύρης ταχτοποιούσε και συμμαζεύετε τα ζωντανά στα κτήματα του, για να τα προστατεύσει από την παγωνιά της νύχτας, ξεκινούσαν οικογενειακά, για το ποσπέρισμα. Αν η νύχτα ήταν γλυκιά, χωρίς καταιγίδες, ετοιμάζονταν είτε πεζοί είτε με τα υποζύγια, για την βραδινή συνήθως, Σαββατιάτικη ή Κυριακάτικη βεγγέρα. Πολλές φορές, έπαιρναν στην νυχτερινή βίζιτα, δηλ στην οικογενειακή επίσκεψη και τα παιδιά τους. Οι επισκέψεις αυτές ήταν συνηθισμένες, ιδίως τις γιορτινές Χριστουγεννιάτικες νύχτες και τις συναντάμε συχνά μέχρι και σήμερα στην ύπαιθρο, στις απομακρυσμένες μάντρες, στις στάνες καθώς και στα αραιοκατοικημένα χωριά. Η βραδινή αυτή επίσκεψη, είχε και την ανάλογη προετοιμασία. Γέμιζαν μια πάνινη τσάντα ή ένα πλεκτό καλάθι, με μερικά ξηροκάρπια, όπως καρύδια, αμύγδαλα, με ηλιόσπορους και με ξηρούς σπόρους από τα πεπόνια, τα καρπούζια και τα κόκκινα κολοκύθια. Συνήθιζαν να παίρνουν ένα μπουκάλι κρασί ,πρόσθεταν και σύκα ξερά, καθώς και μερικές σταφίδες. Αν είχαν φετινό γλυκό ντοματάκι ή φρέσκο γλυκό κυδώνι, έπαιρναν ένα βάζο. Εκτός από τα γλυκά κουταλιού, οι νοικοκυρές γέμιζαν το καλάθι, με γιορτινά Χριστουγεννιάτικα γλυκά, όπως κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Φορτωμένοι οι επισκέπτες με πεσκέσια, δηλ δώρα, έφταναν στο χαμηλόκτιστο, καλό ασπρισμένο και νοικοκυρεμένο σπίτι, όπου η νοικοκυρά φρόντιζε να τα έχει όλα έτοιμα και να τους περιμένει. Το σπίτι αυτό ήταν φιλικό, συγγενικό ή γειτονικό και η επίσκεψη με τα σχετικά κεράσματα, γρήγορα θα είχε ανταπόδοση.
Μακριές οι νύχτες του άκαρδου Χειμώνα, παγερές και αφιλόξενες. Τις ζέσταινε όμως το αναμμένο τζάκι και τις φώτιζαν εκτός από την Πανσέληνο που τρύπωνε από τα μικρά παράθυρα του χαμηλού σπιτιού και οι λάμπες πετρελαίου. Γύρω από την θαλπωρή του τζακιού, στην πέτρινη πεζούλα, τη ντυμένη με χοντρά μάλλινα στρωσίδια και υφαντές κουρελούδες, μαζεύονταν όλοι όσοι συμμετείχαν στην νυχτερινή βεγγέρα, δηλ στη βραδινή αποσπερίδα.
Συνήθως τα παιδιά έπαιζαν ξεχωριστά σε μιαν άκρη, αυτοσχέδια παιχνίδια, όπως ο μίτος, η πιπεριά, η κρεμάλα, τα πεντόβολα ή πετράδια.
Κάτω από το ωχρό φως της λάμπας πετρελαίου, οι άντρες κρατώντας ένα αυτοσχέδιο σέρτικο τσιγάρο και το κομπολόι στα ροζιασμένα τους χέρια, συζητούσαν για όλους και για όλα. (Τότε δεν υπήρχε η απαγόρευση στο κάπνισμα και οι γηραιότεροι άναβαν και την ξύλινη πίπα.) Βρίσκονταν σε σχετική αγρανάπαυση και το κεντρικό θέμα που τους ενδιέφερε πιότερο, ήταν το μαξούλι τους. Δηλ πόσα μόδια και γκαζοντενεκέδες με λάδι έβγαλαν οι ελιές τους, πόσο κρασί το αμπέλι τους και πόσο πολύ αποδοτικός ήταν ο καλοθρεμμένος χοίρος, στα τελευταία χοιροσφάγια τους.
Λίγο πιο πέρα, οι γυναίκες κάθονταν γύρω από το χαμηλό τραπεζάκι, το σινί και ετοίμαζαν το τρατάρισμα δηλ το κέρασμα. Τα φιλέματα που φρόντιζε να ετοιμάσει η οικοδέσποινα, ήταν μεζέδες, από τσιγαριστές χοιρινές μπουκιές, λίγα ντολμαδάκια, από τα αποξηραμένα αμπελόφυλλα, πράσινες ελιές τσακιστές, τυρί κόκκινο της τυριάς ή κρασσοτύρι, αυγά σφικτά βρασμένα και διάφορα ξηροκάρπια. Όλα αυτά τα συνόδευαν με κρασί ντόπιο, με ρακί ή ούζο, ανάλογα τι διέθεταν. Τα παιδιά τα περίμενε ένα ποτήρι με ζεστό γάλα ή βραστικό, με αλισφακιά, δυόσμο, τσάι του βουνού κλπ.
Στη βραδινή βεγγέρα, εκτός από τις έγνοιες για την συγκομιδή, αναφέρονταν πολύ συχνά και σε διάφορες ιστορίες του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της σκληρής Γερμανικής Κατοχής. Πολλές φορές αυτές τις διάνθιζαν με περισσότερη φαντασία, ώστε να γίνονται πιο ενδιαφέρουσες. Όπως της βοσκόπουλας, που όταν το Ιταλικό αεροπλάνο έπεσε μπροστά στην στάνη τους, αυτή και η μάνα της έσωσαν τον πληγωμένο συγκυβερνήτη, αφού ο πιλότος είχε πια σκοτωθεί. Εφαρμόζοντας την Ιπποκρατική πρακτική ιατρική, με διάφορα τονωτικά βραστικά και βότανα, τον περιέθαλψαν με πολλή αγάπη και τον έκρυψαν από τους σκληροτράχηλους Γερμανούς κατακτητές. Εκείνος με αισθήματα ευγνωμοσύνης, αφού πήρε τόση αγάπη, την ανταπέδωσε παίρνοντας για πάντα μαζί του στο πολύβουο Μιλάνο της Ιταλίας, την φτωχή κοπέλα που τον έσωσε. Απέκτησαν δυο υπέροχα παιδιά και έζησαν ευτυχισμένοι, μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, ερχόμενοι πολλές φορές, στο ακριτικό νησί τους ως τουρίστες.
Ιστορίες πολεμικών κατορθωμάτων και γενναιότητας, ήταν αυτές που οι κάτοικοι της υπαίθρου με την δική τους σθεναρά αντίσταση, έγραφαν καθημερινά. Όπως να συλλαμβάνουν τους Γερμανούς, ανελέητους κατακτητές και να τους ρίχνουν σε απύθμενα πηγάδια ή να τους καίνε σε σφραγισμένους φούρνους, ρισκάροντας τη ζωή την δική τους και όλου του χωριού, με σκληρά αντίποινα, αν προκαλούσαν τον εχθρό.
Τέτοιες και πολλές άλλες θρυλικές ιστορίες, που λέγονταν από στόμα σε στόμα, συντρόφευαν τις βραδινές βεγγέρες. Οι γυναίκες κουβέντιαζαν κρατώντας ένα βελονί, για να πλέξουν δαντέλες, με λεύκη κλωστή ή μεγάλες βελόνες, για να πλέξουν μάλλινα κασκόλ, σκουφάκια, γάντια, κάλτσες και πουλόβερ. Συζητώντας περνούσαν την ώρα τους, σχολιάζοντας τις πιο ζωηρές του χωριού, που φορούσαν φανταχτερά ρούχα και φορτωνόταν κοκκινάδια, σουλουμάδες και βαριές μυρωδιές, για να συναντήσουν κρυφά τον αγαπημένο τους, τον μπερμπάντη, δηλ τον γυναικά του χωριού.
Οι βεγγέρες συχνά διακόπτονταν είτε από τα βραδινά γιορτινά Κάλαντα, είτε από την εισβολή των Αποκριάτικων μεταμφιεσμένων, που τους έλεγαν καμουζέλλες ή αλαφάκια. Αν η αποσπερίδα τύχαινε τα Φώτα, οι τυχεροί συνδαιτυμόνες, κυρίως στην Αντιμάχεια, θα δοκίμαζαν μαρμαρίτες, φτιαγμένους με χυλό, πάνω στο καυτό μάρμαρο και μετά τηγανισμένους και περιχυμένους με μέλι αγνό, θυμαρίσιο και κανέλλα. Πολλές φορές οι βεγγέρες, γίνονταν για να γευθούν όλοι μαζί τα νόστιμα, βραστά βάρβαρα, της Αγίας Βαρβάρας ή να δοκιμάσουν τους ολόγλυκους, ζεστούς λουκουμάδες του Αγίου Ανδρέα.
Δεν έλειπαν και τα προξενιά που μαγειρεύονταν στις αποσπερίδες και κατέληγαν είτε στην ξενιτειά είτε στο φτωχό και ταπεινό χωριό. Μερικοί νέοι και νέες, είχαν την ευκαιρία να ανταλλάξουν φλογέρες ματιές ή λίγες κλεφτές λέξεις, σε μια ρομαντική, ζεστή ατμόσφαιρα, που πρωταγωνιστής και προξενητής, ήταν πάντα ο αήττητος έρωτας.
Έτσι περνούσαν τα ατέλειωτα βράδια τους, οι άνθρωποι των χωριών και της υπαίθρου, αφού τότε ούτε σινεμά, ούτε τηλεόραση υπήρχε, ούτε τηλέφωνα κινητά και τα σταθερά ήταν ελάχιστα. Φυσικά, τότε ήταν άγνωστα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μέσω του διαδιχτύου. Αν κάποιος κατάφερνε να φέρει από τη Χώρα, δηλ την πόλη του νησιού με το λεωφορείο, καμιά μπαγιάτικη εφημερίδα, την διάβαζαν συνήθως τα γραμματιζούμενα, τα Σχολιαρόπαιδα στους αναλφάβητους ηλικιωμένους της ομήγυρης. Λιγοστοί ήταν και οι τυχεροί που είχαν εκείνα τα τεράστια ξύλινα ραδιόφωνα της Philips, τα οποία τους πληροφορούσαν για τα τελευταία συνταρακτικά νέα, όπως την επανεκλογή του αείμνηστου, πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, για πολλοστή φορά και τη δολοφονία του Αμερικανού πρόεδρου των ΗΠΑ John Fitzgerald Kennedy.
Βεγγέρες, γίνονταν και με την ευκαιρία της ονομαστικής γιορτής του νοικοκύρη. (Τότε το ξενόφερτο έθιμο των γενεθλίων, δεν υπήρχε). Στην αποσπερίδα αυτή, ο μερακλής ο νοικοκύρης, έφερνε τους πιο νταλαντούχους λυράρηδες φίλους του, για να ομορφύνουν μουσικά, με λίγο βιολί και λαούτο την βραδιά. Ακλουθούσε χορός με κέφι, στο οικογενειακό, βραδινό γιορτινό γλέντι.
Ύστερα ήρθε, η λαίλαπα της μεταπολεμικής μετανάστευσης. Τις δεκαετίες το 60-70- κυρίως τα χωριά άδειασαν, με τους κατοίκους, συνήθως τους νέους, να φεύγουν στην ξενιτειά ως οικονομικοί μετανάστες, αναζητώντας ένα καλλίτερο μέλλον. Στις λιγοστές βραδινές αποσπερίδες, τις βεγγέρες, και πάλι τα Σχολιαρόπαιδα, διάβαζαν στους μοναχικούς συγγενείς που έμειναν πίσω, τα γράμματα και τις ευχετήριες κάρτες, που τους έφερνε αραιά και που ο ταχυδρόμος. Τουλάχιστον μάθαιναν, ότι οι ξενιτεμένοι τους βρίσκονταν μακριά από την μιζέρια και την φτώχια. Περνούσαν καλά και τους νοιάζονταν, στέλλοντας τους κυρίως τις Μεγάλες Γιορτές, των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, λίγο χαρτζιλίκι, μαζί με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους, που κοσμούσαν τους ασπρισμένους τοίχους των σπιτιών, στις αξέχαστες, βραδινές βεγγέρες, στις αποσπερίδες των καλοκάγαθων χωρικών.
Ξανθίππη Αγρέλλη 1/12/2020