‘Όπα, όπα τα μπουζούκια, όπα και ο μπαγλαμάς.’ Πόσο μας έλειψαν; Ας ξαναθυμηθούμε τις χρυσές δεκαετίες της Κω, όταν τα μπουζούκια ανθούσαν
Οι δεκαετίες του 70- 80 και 90, ήταν οι χρυσές δεκαετίες των μπουζουκιών σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στο νησί μας. Φυσικά ήταν και η χρυσή εποχή του τουρισμού, όπου τότε όλοι είχαν κάνει προκοπή, με τις τουριστικές επιχειρήσεις. Παράλληλα ήκμαζε και η οικοδομή, με όλα τα συναφή επαγγέλματα, που την ακολουθούσαν.
Τα μπουζούκια και τα νυχτερινά κέντρα στο νησί μας, είχαν ιδιαίτερη άνθηση. Όταν το Σαββατόβραδο τελειώναμε τις δουλείες μας, δεν διστάζαμε να ξεκουραστούμε στους μελωδικούς ήχους του μπουζουκιού, ‘που και νεκρούς ανασταίνει’!
Πέρα από τη ντίσκο Απόλλων, την ντίσκο Όσκαρ, την καλοκαιρινή υπαίθρια ντίσκο της Μεροπίδος και αυτές που βρίσκονταν στην περιοχή της ΑΒΙΚΩ, όπως οι ντίσκο Σειρήνες, υπήρχαν και μερικά άλλα μικρότερα στέκια για τους νέους, όπως τα θρυλικά μπαράκια, για ξένους και ντόπιους.
Για όλες τις ηλικίες όμως χειμώνα -καλοκαίρι, λειτουργούσαν τα βραδινά μεταμεσονύχτια κέντρα, αλλά και οι μπουζουκο -ταβέρνες για πιο ενωρίς οικογενειακή διασκέδαση.
Θα προσπαθήσω να θυμηθώ μερικά από αυτά, που κρατούσαν ζωντανή τη νυχτερινή ζωή του νησιού μας.
Το κέντρο Αδέλφια στον επαρχιακό δρόμο, δίπλα στη θέση Πελαργός, ήταν ασφυκτικά γεμάτο, σχεδόν κάθε βράδυ και ιδίως τα Σαββατοκύριακα. Έφερνε τότε τις καλύτερες φίρμες του ελαφρού και λαϊκού τραγουδιού, όπως τον Γιώργο Μαργαρίτη, τον Στράτο Διονυσίου, τον Γιώργο Γερολυμάτο, Γιώργο Ταλιούρη, τον Νίκο Λιόλιο, τον Δάκη, τον Πάριο τον Νταλάρα, την Άννα Βίσση, τη Δούκισσα, τον Λευτέρη Πανταζή και πολλούς άλλους.
Ένα Σαββατόβραδο, γίναμε μάρτυρες και ενός από τους συνηθισμένους, με μεθυσμένους καυγάδες, για μια παραγγελιά ενός ‘σπέσιαλ αφιερωμένου τραγουδιού’! Θυμάμαι καθαρά και τους διαφωνούντες, ‘φασαριόζους’ γλεντζέδες, αλλά δυστυχώς δεν βρίσκονται πια στη ζωή, για να τους αναφέρω, αν και ήταν οι πιο συχνοί πελάτες του κέντρου. Κάτω από την εκκωφαντική μουσική, μοίρασαν τις ‘ψιλές’ τους, έφαγαν τα ‘μπουκέτα’ τους και ξαναγύρισαν στο γλέντι αγκαλιασμένοι, σαν να μην συνέβηκε τίποτα.
Το κέντρο Τσάμπαλας, ήταν όλο διαμορφωμένο και διακοσμημένο, με ένα παράξενο τρόπο, αφού ήταν γύρω, γύρω κτισμένο από άδεια μπουκάλια μπύρας. Έτσι έλεγαν εκείνο το νυχτερινό κέντρο, ‘Τα μπουκάλια.’
Επιχειρηματίας και ενίοτε τραγουδιστής του κέντρου, ήταν ο αξέχαστος και δραστήριος, ο Ντίνος Κέλλης.
Πριν μερικά χρόνια, η ανίατη ασθένεια, τον πήρε από τη ζωή, αφήνοντας όμως ανεξίτηλη την παρουσία του, στον νυχτερινό κόσμο της διασκέδασης.
Στο κέντρο Μπουκάλια στη Λάμπη, μπορούσες από ενωρίς να φας ένα μεζεδάκι και ύστερα να συνεχίσεις μέχρι το πρωί την διασκέδαση σου.
Από ενθουσιώδεις χορευτές, υπήρχαν αμέτρητα τα ταλέντα, όσο για τις αυτοδίδακτες χορεύτριες ήσαν αξιοθαύμαστες. ‘Όλα τα μωρά ήταν στην πίστα!’ και ‘έβαζαν φωτιά στα Σαββατόβραδα’…..
Λίγο πιο πέρα ήταν το κέντρο Καμπούρης, με ένα πλούσιο λαϊκό πρόγραμμα. Στην παραλία της Λάμπης, βρισκόταν και το νυχτερινό κέντρο των αδελφών Τουμπαζή.
Αυτοί διέθεταν και ασφαλή χώρο φύλαξης, των μικρών παιδιών μας.
Ύστερα άνοιξε παραδίπλα το μεγάλο κέντρο Αιγαίο. Δυστυχώς αν και γνώρισε δόξες ατέλειωτης διασκέδασης, σήμερα έμεινε ένα ερειπωμένο κουφάρι, κτισμένο εκεί κοντά, στο ξενοδοχείο Αίολος.
Αυτά ήταν τα κέντρα διασκέδασης, που βρίσκονταν στην περιοχή της Λάμπης, μαζί με το κέντρο Κρητικά. Συνήθως τα νυχτερινά κέντρα, τα έφτιαχναν έξω από την πόλη, γιατί ο εκκωφαντικός θόρυβος από τα τεράστια ήχο-συστήματα ήταν ενοχλητικός. Ενοχλητικός και θορυβώδης ήταν και ο χώρος στάθμευσης των θαμώνων.
Στην περιοχή Ψαλίδι, είχαμε το κέντρο μουσικό- ταβέρνα Ελένη των αδελφών Τουλαντά, το κέντρο Παρθενώνας και το κέντρο Παρασκευάς, που ήταν στον ίδιο δρόμο λίγο πιο πάνω.
Εκεί κοντά ήταν και η μπουζουκο-ταβέρνα του Βρούβα, που συνήθως συγκέντρωνε πολλούς περαστικούς τουρίστες, που μπερδεύονταν με τους ντόπιους και χόρευαν το δικό τους χορό. Παράλληλα, μάζευε και όλους τους ακούραστους κτηνοτρόφους και γεωργούς της περιοχής, που ήθελαν να διασκεδάσουν και να ξεκουραστούν, με το γλυκό ήχο της Κρητικιάς λύρας. Αργότερα λίγο πιο κάτω, δίπλα στον Αρχαιολογικό χώρο του Αγίου Γαβριήλ, έφτιαξε ένα σύγχρονο νυχτερινό κέντρο, το Απόπλους, ο Κώστας ο Καίσερλης, που φιλοξένησε πολλές φίρμες τραγουδιστών, όπως την Πίτσα Παπαδοπούλου, τον Θέμη Αδαμαντίδη, την Άντζελλα Δημητρίου, την Καίτη Γαρμπή κλπ.
Φυσικά υπήρχαν και άλλες μπουζουκο-ταβέρνες, καθώς και μερικά μικρότερα χορευτικά κέντρα, μέσα στα Ξενοδοχεία, για τις Ελληνικές βραδιές. Αυτοδίδακτοι ντόπιοι καλλιτέχνες, τραγουδιστές, αναλάμβαναν την διασκέδαση στα ασφυκτικά γεμάτα κέντρα.
Ο αείμνηστος Κώστας Αυγουλάς, καλλίφωνος ψάλτης και τραγουδιστής, ο Δαυίδ Σακέλης, ο συμμαθητής μου και ταλαντούχος ο Τάκης Γιαννάκης, ο γείτονας μου ο Βασίλης ο Βαβλάς, ο αξέχαστος Μανόλης Παγώνης, ο Γιάννης ο Χατζηβελούδος και οι αδελφοί Κεφαλιανού.
Υπήρχε και στο Πλατάνι το κέντρο Αστέρια, που έπαιζε διαρκώς Νησιώτικα και Κρητικά, όπου συνήθως έπαιζαν και τραγουδούσαν μεταξύ άλλων, ο Γιώργος Σκαρπαθιωτάκης και ο Γιώργος Παραγιός. Επίσης υπήρχε και το κέντρο Κρητικά στη Λάμπη, που κυρίως έφερνε Κρητικά συγκροτήματα (Κατσαμάδες, Αστρινό κλπ).
Οι μουσικοί πολλοί, κυρίως ντόπιοι και ταλαντούχοι. Ας θυμηθούμε τον αείμνηστο Ηλία Σοφιανό στα ντράμς, τον αρμονίστα Κώστα Μαυρουδή, το Νίκο Πασανικολάκη και τον Στέργο Έψιμο στο μπουζούκι και τον μοναδικό μαέστρο στο αρμόνιο, τον αξέχαστο Αλή τον Κουνελάκη, που έφυγε από τη ζωή και μετοίκισε στην ουράνια μουσική σκηνή.
Τότε ο κόσμος διασκέδαζε με πολύ κέφι. Έκανε στρογγυλά πηγαδάκια, έριχνε ουίσκι στην πίστα και έκαιγε τα πεντοχίλιαρα, που κυκλοφορούσαν άφθονα, σαν τα πετσετάκια! Πάνω στα καλοστρωμένα τραπέζια βρισκόταν τα ακριβά ποτά, όπως το ουίσκι και η σαμπάνια, ενώ οι νεαρές ανθοπώλες, κατάλληλα ντυμένες, ξεπουλούσαν τα πανέρια με τα γαρύφαλλα.
Έσπαγαν οι θαμώνες στοίβες πιάτα, από εκείνα τα γύψινα, εύθραυστα πιάτα και μετά την απαγόρευση, έσπαγαν αληθινά ποτήρια. Οι λουλουδούδες έκαναν χρυσές δουλειές, μαζί και οι ανθοπώλες, όπως και οι έμποροι των ξηρών καρπών και του ποτού, κυρίως του ουίσκι και της σαμπάνιας. Τότε το χρήμα έρεε άφθονο σαν το ποτό!
Αν ήθελε ο τακτικός γλεντζές, πρώτο τραπέζι πίστα, και τραγούδι με παραγγελιά, τα ακριβοπλήρωνε. Αν έσπαγε πιάτα και άνοιγε σαμπάνιες για την καλή του, που του χάριζε ένα ξεχωριστό, λικνιστό προκλητικό χορό, τότε έβαζε βαθιά το χέρι στη τσέπη του.
Όλες οι γυναίκες που αγαπούσαν τον χορό και την διασκέδαση, προετοιμάζονταν για το μουσικό Σαββατόβραδο. Τηλεφωνούσαν η μια στην άλλη, για να συνεννοηθούν και να βρεθούν στο συγκεκριμένο χορευτικό κέντρο. Έτσι για να μπορέσουν να σχηματίσουν, τον ανάλογο χορευτικό κύκλο. Φόραγαν λόγω της γυναικείας φιλαρέσκειας, τα πιο πρωτότυπα ρούχα και κοσμήματα, και ήταν πάντα καλά χτενισμένες και μακιγιαρισμένες, για να εντυπωσιάσουν στην πίστα.
Τους τραγουδιστές και τις ξεχωριστές εμφανίσεις τους τότε, στα διάφορα κέντρα, τις διαλαλούσε στα στενά της πόλης , ο Κώστας ο Μπουρνής με την ντουντούκα του.
Ήμασταν μια αγαπημένη παρέα όλο το νησί. Φίλες, Χριστιανές και Οθωμανές, από το Κούμπουρνο, δηλ την ενορία του Αγίου Παύλου, μέχρι το Πλατάνι, τον παλιό Κερμετέ, μαζί με παλιές συμμαθήτριες και συναδέλφους, συναντιόμασταν απαραίτητα κάθε Σαββατόβραδο στα μπουζούκια και ξέραμε να διασκεδάζουμε.
Ούτε η ορθοστασία της ολοήμερης δουλειάς, ούτε οι οικογενειακές ευθύνες και υποχρεώσεις, μας εμπόδιζαν να απολαύσουμε με τους συζύγους και την παρέα μας, δυο τρεις ώρες ατέλειωτης μουσικής και ασταμάτητου χορού.
Οι μουσικοί έμπειροι και οι τραγουδιστές καλλίφωνοι, ξεκινούσαν το πρόγραμμα τους από τα νησιώτικα συρτά, τα καλαματιανά και έφταναν στη σούστα και στα Ροδίτικα, ανεβάζοντας στα ύψη το κέφι.
Τα ξημερώματα τελείωναν με λικνιστά, κεφάτα τσιφτετέλια και λεβέντικα βαριά ζεμπέκικα, με το μπουζούκι να ‘κλαίει’ γεμάτο λυρισμό.
Αξέχαστο θα μου μείνει, εκείνο το μεσονύκτιο ατμοσφαιρικό χαμήλωμα των φώτων, στην εισαγωγή από την Ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν, (παράξενο μουσικό πάντρεμα και όμως αληθινά συνδυασμένο), να την ακολουθούν τα μπουζούκια στο λαϊκό άσμα…..
‘Τα μαύρα μάτια σου, όταν τα βλέπω με ζαλίζουνε’……. του Μανόλη Αγγελόπουλου.
Εκκωφαντική η μουσική, κάπνα πολλή, ντουμάνι η αίθουσα, (τότε δεν υπήρχε η απαγόρευση του καπνίσματος) και η μυρωδιά από το αλκοόλ, ανακατεύονταν με τα ακριβά, βαριά γυναικεία αρώματα.
Και όταν όλοι ερχόταν στο τσακίρ κέφι, ξεκινούσε και πάλι ο συνωστισμός στην πίστα. ‘Κυριολεκτικά, πατείς με πατώ σε’.
Μοναδικές βραδιές, που μερικές φορές τις έβρισκε το ξημέρωμα. Βλέπαμε τον ήλιο να ανατέλλει, επιστρέφοντας από τη Λάμπη, το Ψαλίδι και τα χωριά, αν τύχαινε να βρισκόμασταν στην παλιά Φαντασία του Ασφενδιού, στην μουσικό ταβέρνα Γιαλίζης, στο Ζιπάρι ή σε ένα χορευτικό κέντρο στο Πυλί.
Ύστερα ήρθε η οικονομική παρακμή. Ακόμη και ο τουρισμός παρήκμασε. Για μια δεκαετία, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, έμεναν τα περισσότερα άδεια και ο κόσμος έμεινε χωρίς δουλειές. Έκλεισαν τα εργοστάσια, ετοίμων ενδυμάτων και τομάτας και μαράζωσε η ντόπια οικονομία. Η οικοδομή άρχισε να πέφτει και οι δουλειές λιγόστεψαν. Ακολούθησε η κρίση και η φορομπηχτική πολιτική. Που καιρός και λεφτά, για γλέντια και διασκέδαση. Σήμερα μερικοί νέοι, περνούν ευχάριστα την ώρα τους στα μπαράκια, με τη μουσική και την ανάλογη παρέα, μαζί με ένα ποτήρι ποτό στο χέρι.
Τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, έπεσαν θύματα της οικονομικής κρίσης και έκλεισαν το ένα μετά το άλλο. Τελευταίο έκλεισε και το μεγάλο κέντρο, Απόπλους στο Ψαλίδι, από όπου πέρασαν οι μεγαλύτερες φίρμες.
Η Άντζελα Δημητρίου έβαζε ‘φωτιά στα Σαββατόβραδα….’ και η Πίτσα Παπαδοπούλου της απαντούσε. ‘Δεν μας ένοιωσε καρδιά μου, δεν μας ένοιωσε’….
Ακολούθησαν οι Βασίλης Καράς, Θέμης Αδαμαντίδης, Βαλάντης, Στάθης Αγγελόπουλος, ο Αντύπας, ο Βαγγέλης και η Στέλλα Κονιτοπούλου, η Καίτη Γαρμπή, η Αγγελική Ηλιάδη και τόσες άλλες ξεχωριστές φωνές του λαϊκού πενταγράμμου, με τον δικό μας ταλαντούχο τραγουδιστή τον Νότη Σφακιανάκη, να είναι τακτικός θαμώνας του κέντρου.
Αυτή ήταν η ανθρώπινη Κως, το νησί της χαράς, της ξενοιασιάς, της διασκέδασης, του χαβαλέ, με τους ζεστούς κατοίκους της, ‘έξω καρδιά’! Το νησί της ευημερίας, πριν την οικονομική κρίση. Αλλά κρίση είναι και θα περάσει έλεγαν. Σκάλα είναι η ζωή, με τα πάνω της και τα κάτω της,
μύλος είναι που γυρίζει, όπως λέει και η λαϊκή σοφία.
Ξεχάστε λοιπόν σήμερα αγαπητοί αναγνώστες, την δύσκολη χρονιά που περνάμε με την ‘πανούκλα’ του 21 αιώνα και με τα αρπακτικά οικονομικά σινάφια, που θέλουν να βασανίζουν τον κόσμο. Ας έρθουν πάλι οι τουρίστες, μετά την καραντίνα στην Ελλάδα, για να δουν πως διασκεδάζουν με κέφι, οι φιλόξενοι και καλόκαρδοι Έλληνες.
Πως δεν θα σταματήσουν να εκφράζουν το λυρισμό και τα συναισθήματα τους, με ένα δυνατό τσιφτετέλι και τους καημούς τους, με ένα βαρύ και ασήκωτο ζεϊμπέκικο. Το ζεμπέκικο της Ευδοκίας!
Υ.Γ. Ας με συγχωρέσουν, όσους ντόπιους μουσικούς, ή τραγουδιστές ξέχασα τα ονόματα τους σε αυτό το αφιέρωμα και δεν μπόρεσα να τους αναφέρω. Σίγουρα υπήρχαν και πολλοί άλλοι, σε διάφορα μουσικά σχήματα. (Ακολουθεί και δεύτερο μέρος με αφιέρωμα στις θρυλικές ντίσκο της Κω.)
Ξανθίππη Αγρέλλη
(φωτό: jazzoperablog)