Με τον πρωινό ήλιο, να με συντροφεύει και τον ζεστό καιρό, να με συνοδεύει, ακολούθησα το κάλεσμα από την γλυκόλαλη καμπάνα της Βυζαντινής Εκκλησιάς στο χωριό Λαγούδι. Ανηφορίζω το πλακόστρωτο που θα με φέρει ως το προαύλιο, του ιστορικού Ιερού Ναού. Ο λαμπερός άρχοντας, συνεχίζει να μου χαμογελάει, από την απέναντι κορυφογραμμή του βουνού. Ο ήπιος καιρός του Σεπτέμβρη και το δροσερό αεράκι, σπρώχνει απαλά, μερικά αραιά σύννεφα, που βολτάρουν στον ουρανό, θυμίζοντάς μου, πως περάσαμε το κατώφλι για το Φθινόπωρο.
Ο γιορτινός ρυθμικός ήχος της καμπάνας, από το πέτρινο καμπαναριό, διαλαλεί πως την μέρα τούτη, Εορτάζεται η Γέννησης της Παναγίας μας, σε τούτη εδώ την Εκκλησιά.
Ο δρόμος του λαού, όπως λεγόταν παλιά σύμφωνα με τις μαρτυρίες του αείμνηστου καθηγητή Μανόλη Κιαπόκα, με έφερε μέχρι το Λαγούδι.
Αυτός ήταν ο κεντρικός δρόμος, που περνούσαν όλοι για να πάνε στα υπόλοιπα χωριά. Έτσι, ο λαού- δρόμος ή λαγού -οδός, με την σύντμηση των λέξεων και την ζωντάνια της γλώσσας, έγινε Λαγούδι. Κατά άλλους δε, λέγεται έτσι, επειδή η περιοχή εκείνη ήταν γεμάτη με λαγούς που φώλιαζαν στους γύρω λόφους.
Πώς να αρνηθείς μια επίσκεψη, σε αυτό το παραδεισένιο χωριό, με τους 110 περίπου εναπομείναντες μόνιμους κάτοικους; Όλοι είναι έτοιμοι, για να σε υποδεχθούν στις ανθισμένες αυλές τους και να σου προσφέρουν δροσερή κατακόκκινη κανελάδα και σπιτικό γλυκό του κουταλιού.
Για την ώρα έβαλαν τα καλά τους για να παρακολουθήσουν την Θεία Αρχιερατική λειτουργία για την χάρη της Παναγίας.
Ο δρόμος αν και ανηφορικός είναι πολύ ευχάριστος. Πελώριοι ευκάλυπτοι, ανθισμένες πικροδάφνες, ανακατεμένες με μπλε ή μαβί λυγαριές και ευωδιαστές άγριες λεβάντες, με συνεπαίρνουν. Γύρω μου πανύψηλα κυπαρίσσια και δασύφυλλα πεύκα, μυρτιές και δάφνες αμέτρητες, ανακατεμένες, με πολλά και διάφορα καρποφόρα δέντρα.
Τα σπίτια του χωριού είναι κτισμένα χαμηλά και κυκλικά, γύρω από την αιωνόβια, Βυζαντινή Εκκλησία της Παναγιάς, που είναι κτισμένη από το 1913, που δεσπόζει στο ύψωμα και μαζί με το καμπαναριό της ξεχωρίζει από παντού.
Ο παπά Κυριάκος ο Παρασκευαδάκης, συνεπής πάντα μετά την γιορτινή Θεία Λειτουργία, προσφέρει αχνιστό Ελληνικό καφέ.
Η Εκκλησιαστική Αδελφότης κυριών, προσφέρει φραγκόσυκα, σταφύλια και σύκα, από την αφθονία της υπαίθρου. Όποτε συναντηθούμε θυμόμαστε τα χρόνια που το Λαγούδι είχε 1.350 κατοίκους και 160 μαθητές, στο παλιό μεταπολεμικό Σχολείο, που βρίσκεται στον προαύλιο χώρο της Εκκλησίας. Αργότερα λίγο πιο πέρα χτίστηκε ένα νέο Σχολικό συγκρότημα, για να καλύψει τότε τις ανάγκες των παιδιών. Πέρασαν σπουδαίοι μαθητές καύχημα του χωριού, όπως ο καθηγητής και πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών, ο κ. Σταμάτης Αλαχιώτης, καθώς και δάσκαλοι και καθηγητές, που έβγαλε με υπερηφάνεια η οικογένεια Χατζηστέργου, μαζί με τόσους άλλους.
Ο δραστήριος Ιερέας και για 40 και πλέον χρόνια εφημέριος, ο παπά Κυριακός Παρασκευαδάκης, μας αναφέρει τα δύσκολα χρόνια του χωριού του, όταν δεν μπόρεσε ούτε ο ίδιος να πάει στο Γυμνάσιο.
Έτσι ακολούθησε το δρόμο της μετανάστευσης, μέχρι την Γερμανία και από εκεί έγινε ναυτικός και αργότερα αγρότης. Με χαρά δέχθηκε το Θείο κάλεσμα να υπηρετήσει την Ιεροσύνη στην Εκκλησιά του χωριού του.
Ο αξιοσέβαστος ιερέας, θυμάται με νοσταλγία και τις παλιές καλές ημέρες της ευημερίας του τόπου του. Τότε που ο κάθε νοικοκύρης του χωριού, πάλευε να αναθρέψει τα παιδιά του, μαζί με τους παππούδες και τις γιαγιάδες της αθάνατης παραδοσιακής Ελληνικής οικογένειας.
Οι περισσότεροι ξενιτεύτηκαν, αν και μερικούς τους συναντάει ξανά, στο μεγάλο παραδοσιακό πανηγύρι, που γίνεται για χάρη της Παναγιάς.
Μετά τον Μέγα πανηγυρικό Εσπερινό, όλο το χωριό θα γίνει μια παρέα, με τους ευλαβείς επισκέπτες και θα πάρει μέρος σε μια μουσικοχορευτική, Δημοτική, λαϊκή πανδαισία.
Κατηφορίζω το πέτρινο, στενό δρομάκι, ως την μικρή Πλατεία της Ζωοδόχου Πηγής. Γύρω μου τα χαμηλόκτιστα, νοικοκυρεμένα σπίτια, με τους ασπρισμένους αυλόγυρους, είναι καλυμμένα παντού από πράσινο. Πράσινο της κληματαριάς, πράσινο από το πυκνόφυλλο αγιόκλημα και τριγύρω λουλούδια, όπως πολύχρωμα γεράνια, μυρωδάτοι βασιλικοί στις γλάστρες και εκατόφυλλες, ευωδιαστές τριανταφυλλιές.
Υπάρχουν ακόμη, ένα δυο παλιά ερειπωμένα αρχοντικά, που η κατάρα της μετανάστευσης πήρε μακριά τους ιδιοκτήτες τους.
‘Κάτω από την κληματαριά, πόσο μου έλειψες πατρίδα, πόσα μες στον ήλιο σου θαύματα δεν είδα.’ Λέει το λαϊκό άσμα της ξενιτιάς.
Απέναντι μου με συγκίνηση βλέπω κλειστό το παραδοσιακό καφενείο, του ακούραστου μπάρμπα Γιάννη του Κιάρη. (Τώρα το ανακαινίζουν, οι άξιοι κληρονόμοι του.)
Μέχρι τα βαθιά του γεράματα κάτω από τον ίσκιο της μουριάς, ο αξέχαστος μπάρμπα Γιάννης, σέρβιρε καφέ στην χόβολη, κανελάδα, μεζεδάκια, ουζάκι και Ασφενδιανό γλυκό κρασί, στους περαστικούς και στους μόνιμους θαμώνες του. Πίσω από την ξύλινη κλειστή πόρτα, κρυμμένες χίλιες δυο ιστορίες και χαρακτηριστικές ανδρικές φιγούρες, που ζωντανεύουν με την τραγιάσκα και το κεχριμπαρένιο κομπολόι, στα ροζιασμένα τους χέρια. Ιστορίες πολλές από αυτές, που κάθε βράδυ διηγούνταν οι κουρασμένοι λεσπέριδες, ύστερα από τον κάματο ολόκληρης ημέρας στα χωράφια. Και τι δεν έλεγαν, για τα μαξούλια για τα μποστάνια, για τα ζωντανά τους και για τα τοπικά φρέσκα νέα, καθώς και για τις όμορφες και τσαχπίνες του χωριού τους.
Αυτά που συνήθιζαν να λένε στις Αποσπερίδες τους και οι νοικοκυρές, καθισμένες στα ασπρισμένα κατώφλια των παραδοσιακών σπιτιών τους.
Σχεδόν όλα τα σπίτια του πανέμορφου χωριού, είναι καλό- συντηρημένα πλην ελαχίστων, που περιμένουν από τα ξένα τους δικούς τους να τα φροντίσουν. Δεν είναι λίγοι και αυτοί που αν και βρίσκονται μακριά, επιστρέφουν τους καλοκαιρινούς μήνες, για να απολαύσουν την ήρεμη και φυσική ζωή του χωριού τους, μακριά από τους αγχώδης ρυθμούς των μεγαλουπόλεων. Πάλι το ταψί με τα γεμιστά και τα ντολμαδάκια και τους κολοκυνθό- ανθούς θα ξαναμπεί στο φούρνο. Ενώ μερικές νοικοκυρές πάλι θα φτιάξουν ζυμωτό ψωμί και άλλες θα κάνουν γλυκό σταφύλι ή ντοματάκι, για να τα πάρουν μαζί τους ή για να τα στείλουν στους ξενιτεμένους τους.
Περιπλανήθηκα, στα πλακόστρωτα στενοσόκακα του χωριού και χόρτασα ευωδιές, από το φρεσκοκομμένο καρπούζι, το μελωμένο πεπόνι και από τα χρώματα, που μου πρόσφεραν οι ανθισμένοι κήποι.
Η απέραντη μαγευτική θέα, τράβηξε το βλέμμα μου πότε στο καταπράσινο δάσος, (που τώρα κινδυνεύει από την αρρώστια) και πότε στον ατέλειωτο, απέναντι Αιγαιοπελαγίτικο, μπλε ορίζοντα.
Η πάντα φιλόξενη κ. Μαρία, επέμενε να με φιλέψει με την αστείρευτη καλοσύνη και τα αγαθά αυτού του χωριού, που είναι διάχυτα παντού. Πρόσθεσε ακόμα μερικές εκδοχές στην ονομασία του χωριού της.
Το λένε Λαγούδι από το φυτό λαγουδάκι ή από τους πολλούς λαγούς που υπήρχαν. Ακόμη ότι το ορεινό χωριό όφειλε την ονομασία του σε ένα άρχοντα πλούσιο, τον Λαγουδάκη, μου είπε.
Άφησα το φιλόξενο χωριό Λαγούδι και ακολούθησα τον άλλο, παράλληλο δρόμο. Ταξίδεψα την αδηφάγα ματιά μου, σε δεκάδες σαγηνευτικά τοπία, γεμάτα με απέραντους αμπελώνες και ελαιόδεντρα, να με χαιρετούν και τα φλύαρα τζιτζίκια να με συντροφεύουν. Μακαρίζω όσους είναι τυχεροί και κατοικούν σε αυτό τον ευλογημένο, εύφορο και γαλήνιο τόπο.
Το υπέροχο αυτό χωριό, Λαγούδι, έγινε μαγνήτης, πιο ισχυρός και από την βαρύτητα. Σίγουρα τραβάει κάθε ξένο επισκέπτη, σαν αυτούς που είχα την χαρά να συναντήσω στην Εκκλησία, την ημέρα της γιορτής της Παναγιάς, που προστατεύει με την ευλογία της, όλα τα χωριά του ορεινού Ασφενδιού.
Ξανθίππη Αγρέλλη