Χριστούγεννα Πρωτούγεννα, αντηχούσαν στις γειτονιές οι παιδικές φωνές. Αυτές τις Άγιες ημέρες, νοσταλγικές αναμνήσεις μας κατακλύζουν, σαν ξαφνική μπόρα. ‘Σηκωθείτε, νιφτείτε, ντυθείτε, για να πάμε στη Εκκλησιά’. φώναζε η μητέρα. Το λαγήνι στομωμένο, με το Καλύμνικο σφουγγάρι και γεμάτο με νερό, από το διπλανό πηγάδι, ήταν ακουμπισμένο στο πεζούλι.
Περίμενε τα παιδιά, να νιφτούν και μετά να βάλουν τα καλά τους. Τα ρούχα ήταν πλυμένα, στη σκάφη ή στον ποταμό Καπηλιανό, και σιδερωμένα με τον καρβουνιάρη, το βαρύ σίδερο, με τα ψιλά κάρβουνα. Όλη η οικογένεια ετοιμάζονταν να ντυθεί, αφού πρώτα έκανε το μπάνιο της στη σκάφη, με το κιτρινωπό φως της λάμπας πετρελαίου κρεμασμένης, στον τοίχο. Αχάραγα θα άρχιζε η μετά-μεσονύχτια Θεία Λειτουργία της Γεννήσεως του Χριστού.
Ένα ανθρωπινό ποτάμι με τα φαναράκια στο χέρι ανηφόριζαν μέχρι την Εκκλησιά των Ασωμάτων Αρχαγγέλων. Όσο ο καλόγερος ή νεωκόρος, στο πανύψηλο καμπαναριό, χτυπούσε χαρμόσυνα την καμπάνα, ο Ιερέας με τους ψάλτες υμνούσαν, με τους μελίρρυτους Βυζαντινούς ύμνους την Θεία Γέννηση του Θεανθρώπου.
‘Χριστός γεννάτε δοξάσατε.’ ‘Δεύτε είδωμεν πιστοί, που εγεννήθη ο Χριστός΄. ‘Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία. Όταν πια τελείωνε ο Εκκλησιασμός και ο παπά Δημήτρης, μοίραζε το αντίδωρο, οι κάτοικοι του ορεινού χωριού, αντάλλασαν ευχές και στα πρόσωπα των παιδιών, το χαμόγελο έλαμπε από χαρά.
Φωτισμένα από το αδύναμο φως της κανδήλας και το κιτρινωπό των κεριών, έπαιρναν μαζί τους μαζί με την ευλογία και την ευωδιά από το μοσχολίβανο, στο θυμιατήρι του Ιερέα. Φορούσαν όλοι χοντρά ρούχα, αφού ο Δεκέμβριος είχε πάντα τσουχτερό κρύο και βροχή να δώσει. Είχε χαράξει πια η αυγή και όλοι επέστρεφαν με τις οικογένειες, στα χαμηλόκτιστα, καλό ασπρισμένα και νοικοκυρεμένα σπιτικά τους.
Οι άνδρες λεσπέρηδες οι περισσότεροι, αφήναν τις αγροτικές δουλειές και τον κάματο της γης στην άκρη, για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα.
Είχαν φροντίσει τα ζώα στο ντάμι και τα είχαν ασφαλίσει καλά, στο στάβλο. Το μεσημεράκι όλη η οικογένεια, θα μαζευτεί γύρω από το στρογγυλό, χαμηλό τραπέζι, το σινί, για να πασκάσουν μετά την Χριστουγεννιάτικη νηστεία, ‘την πούλα,’ τη γεμιστή την κότα, ψημένη στον ξυλόφουρνο. Η μάνα είχε παράλληλα φροντίσει να φτιάξει το γεμιστό, μαζί με το Χριστόψωμο και να τα ψήσει μαζί με τον γιορτινό μπακλαβά, στον φούρνο. Για αυτό φορτώθηκε και κουβάλησε, τα ξύλα και τα τσάκνα, από τη διπλανή ρεματιά, στους πρόποδες του βουνού Δίκαιος.
Στο γιορτινό τραπέζι, πρωταγωνιστής το ντόπιο, κόκκινο κρασί, από τους εύφορους αμπελώνες του χωριού. Έπειτα μικροί και μεγάλοι, θα γευτούν τον παραδοσιακό, σιροπιαστό μπακλαβά, μαζί με τα μελωμένα φοινίκια και τους κουραμπιέδες, λουσμένους στη ζάχαρηάχνη. Τα παιδιά είναι χαρούμενα, αφού έχουν Σχολικές διακοπές και παίζουνξέγνοιαστα.
Από βραδύς είπαν τα Κάλαντα από σπίτι, σε σπίτι, κρατώντας ένα αυτοσχέδιο τρυγονάκι ή και καραβάκι. Όργωναν τα χωμάτινα σοκάκια, στη γειτονιά και την πλημύριζαν με τα μελωδικά Κάλαντα, φορώντας χοντρά ρούχα, σκούφους και γάντια, που τους έπλεξε η γιαγιά. Το απόγευμα η νοικοκυρά, θα βάλει σε ένα πιάτο γιορτινά γλυκίσματα και θα τα πάρει στη γειτόνισσα.
Το βραδάκι άρχιζαν οι γιορτινές αποσπερίδες. Κρατώντας το πιάτο με τα γλυκά, η μάννα και ένα μπουκάλι με κρασί ή σπιτικό λικέρ, με την ευχετήρια κάρτα καρφιτσωμένη επάνω, ο πατέρας, πήγαιναν στην βραδινή βεγγέρα. Έπρεπε να ευχηθούν, τα Χρόνια Πολλά στον Μανώλη, στον Χρίστο, στη Βηθλεέμ και στη Χριστίνα.
Οι γυναίκες τότε θα τρατάρουν την ανδροπαρέα, φτιάχνοντας μεζεδάκια και προσφέροντας ξηροκάρπια, όπως αμύγδαλα, καρύδια, ξερά σύκα και σταφίδες, για την κρασοκατάνυξη.
Οι άνδρες όσοι δεν πήγαν χρονιάρα μέρα, στα ανδροκρατούμενα καφενεία, απολάμβαναν τα κεράσματακαι την επίσκεψη. Μαζί μεάλλους μουσαφίρηδες, κρατώντας τοκεχριμπαρένιο κομπολογάκι, στα ροζιασμένα τους χέρια και το αυτοσχέδιο τσιγάρο, παρά τις δυσκολίες και την αγρανάπαυση του χειμώνα, θα κουβεντιάζουν ασταμάτητα, πότε για τα ζοφερά γεγονότα του τελευταίου πολέμου και την Γερμανική κατοχή και πότε για το φετινό μαξούλι, δηλαδή, τη σοδιά της ελιάς και για τα γεννήματα, που θα τους φέρει η μάννα γη.
Τα παιδιά καθισμένα στην πεζούλα, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, κάτω από το ωχρό φως της λάμπας, παίζουν τα πεντόβολα, τον μίτο, την πιπεριά ή λένε παραμύθια και φανταστικές ιστορίες. Ωστόσο έχουν φροντίσει να έχουν στολίσει το δέντρο τους στο σπίτι, αλλά και στο Σχολείο.
Ένα κλαδί από κυπαρίσσι είναι αρκετό ώστε του κρέμασαν αυτοσχέδια στολίδια, φτιαγμένα από ασημόχαρτο καραμέλας και σοκολάτας.
Τύλιξαν στο χρυσόχαρτο και μερικά καρύδια, τα κρέμασαν στο δέντρο και του πέρασαν και μερικές χρωματιστές, χάρτινες γιρλάντες. Άλλα παιδιά πάλι στόλισαν ένα καραβάκι, δείχνοντας έτσι, ότι στην γιορτινή παράδοση τον νησιωτών, τον πρώτο λόγο έχουν η ναυτικοί και η θάλασσα.
Όσο για τις γυναίκες, αυτές φόρεσαν τις πολύχρωμες φούστες και την κλαδωτή μαντήλα. Έβαλαν το γιορντάνι με τα πεντόλιρα, δώρα του γάμου τους, πέρασαν τα μαλαματένια βραχιόλια στα χέρια και τις χρυσές βέργες στα αυτιά τους και καμάρωναν. Αντάλλασαν κουβεντούλες και ευχές, με συγγενείς, φιλενάδες, κουμπάρες και γειτόνισσες και όλες κατέληγαν σε μια ευχή. Χρόνια Πολλά και Καλές Γιορτές.
Ξανθίππη Αγρέλλη