Στάση αναµονής, προκειμένου να αξιολογήσει τις επιδράσεις που θα έχει στην αγορά βραχυχρόνιας μίσθωσης κατοικιών το νέο πλαίσιο που νομοθετήθηκε, θα τηρήσει η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του 2024.
Ζητούμενο είναι να μετριαστούν οι επιπτώσεις στην αγορά μακροχρόνιων μισθώσεων ώστε να αρθούν προβλήματα εξεύρεσης διαθεσίμων προς ενοικίαση διαμερισμάτων και κατοικιών από δημόσιους λειτουργούς, φοιτητές, αλλά και νοικοκυριά, και μάλιστα σε προσιτά τιμολογημένα μισθώματα.
Ήδη, πάντως, τα πρώτα σημάδια είναι ενθαρρυντικά, τονίζουν κτηματομεσιτικές πηγές, αναφερόμενες στην επιστροφή κάποιων ακινήτων στη συμβατική αγορά μισθώσεων.
Με την έλευση του νέου έτους ισχύουν πλέον οι περιορισμοί στις βραχυχρόνιες μισθώσεις και ειδικότερα μεταβλήθηκε άρδην η φορολογική αντιμετώπιση όσων διαθέτουν σε αυτή την αγορά περισσότερα από δύο ακίνητα.
Η προσδοκία είναι πολλοί ιδιοκτήτες θα αποσύρουν από αυτή την αγορά τα ακίνητά τους και θα επιστρέψουν στις μακροχρόνιες μισθώσεις, αυξάνοντας την προσφορά σε επίπεδα που θα μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση που υπάρχει πανελλαδικά. Ανισορροπία που έχει οδηγήσει πολύ ψηλά τα ενοίκια.
Το ζήτημα έχει σοβαρότατες κοινωνικές διαστάσεις, οι οποίες αποτυπώθηκαν και στην πρόσφατη μεγάλη έρευνα που έκανε για λογαριασμό της «Καθημερινής» η Pulse.
Ειδικότερα, στο ερώτημα κατά πόσον οι Έλληνες πολίτες ανησυχούν για την επίδραση που έχουν οι βραχυχρόνιες μισθώσεις κατοικιών στον αστικό και κοινωνικό ιστό της Αθήνας, οι έξι στους δέκα απάντησαν πως ανησυχούν.
Συγκεκριμένα, το 35% απάντησε «ναι» και ένα επιπλέον 24% απάντησε «μάλλον ναι», ενώ 23% «μάλλον όχι» και μόνον 10% «όχι».
Όπως εξηγεί στην «Κ» ο υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Χάρης Θεοχάρης, «η αγορά θα χρειαστεί χρόνο για να χωνέψει τις νέες ρυθμίσεις και η κυβέρνηση θα παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις αυτές προκειμένου να διαπιστώσει εάν ο σκοπός επιτυγχάνεται».
Δεν αναμένεται, δηλαδή, μεσοπρόθεσμα επιπλέον παρέμβαση στην αγορά.
Εν τω μεταξύ, όμως, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν πως οι διαθέσιμες κλίνες των βραχυχρόνιων μισθώσεων είναι πλέον περισσότερες από τις ξενοδοχειακές κλίνες, καθιστώντας σαφές πως το ελληνικό τουριστικό προϊόν εξυπηρετείται πλέον και από τις δύο αυτές κατηγορίες.
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Τουρισμού του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), η Ελλάδα τον Ιούλιο του 2023 διέθετε 212.199 καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης με 392.118 δωμάτια και 939.167 κλίνες.
Τα μεγέθη αυτά αντιδιαστέλλονται με τις παραδοσιακές δομές φιλοξενίας, δηλαδή τα ξενοδοχεία, που αριθμούν 10.087 μονάδες με 443.835 δωμάτια και 885.624 κλίνες. Τα ξενοδοχεία, δηλαδή, υστερούν κατά 53.543 κλίνες.
Οι περιφέρειες Νοτίου Αιγαίου, Ιονίων Νήσων, Κρήτης, Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας, που δέχονται και τον υψηλότερο αριθμό τουριστών, αντιπροσωπεύουν το 77% του δυναμικού των βραχυχρόνιων μισθώσεων της χώρας (163.644 μονάδες).
Σε ό,τι αφορά τα δωμάτια και τις κλίνες, το 78% του δυναμικού εντοπίζεται στις παραπάνω περιφέρειες.
Όσον αφορά στα ξενοδοχεία, οι περιφέρειες Νοτίου Αιγαίου, Κρήτης, Ιονίων Νήσων, Κεντρικής Μακεδονίας και Αττικής αντιπροσωπεύουν το 67% του ξενοδοχειακού δυναμικού (6.763 ξενοδοχειακές μονάδες).
Tα 5 αστέρων ξενοδοχεία, παρόλο που αντιπροσωπεύουν μόλις το 7% των ξενοδοχειακών μονάδων, κατέχουν το 23% των δωματίων και το 24% των κλινών.
Τι αλλάζει φέτος στη φορολογία
Το νέο πλαίσιο για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις είχε τρεις στόχους:
Πρώτον, να επιστρέψει μεγάλος αριθμός ακινήτων στην παραδοσιακή αγορά μισθώσεων προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα εξεύρεσης προσιτά τιμολογημένων κατοικιών.
Δεύτερον, να εκλείψει ο αθέμιτος ανταγωνισμός με τα ξενοδοχεία που επιβαρύνονται με σημαντικά ρυθμιστικά, αδειοδοτικά, φορολογικά μισθολογικά κόστη.
Τρίτον, να αυξηθούν τα έσοδα του Δημοσίου από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Έτσι, πλέον τα φυσικά πρόσωπα που διαθέτουν τρία ή περισσότερα ακίνητα σε βραχυχρόνια μίσθωση θα υποχρεούνται να κάνουν έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, να τηρούν βιβλία και να εκδίδουν φορολογικά στοιχεία.
Επίσης, όπως και για όλους τους επιτηδευματίες, θα επιβαρύνονται με τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, με τέλος επιτηδεύματος και με ΦΠΑ από το πρώτο ακίνητο.
Παράλληλα, επεκτάθηκε το τέλος διαμονής, που είναι 0,5% επί των εσόδων, ενώ επιβλήθηκε όπως στα ξενοδοχεία το «τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση», το οποίο ξεκινάει από 1,5 ευρώ την ημέρα και υπό προϋποθέσεις φθάνει και στα 10 ευρώ.
Το τέλος αυτό επιβάλλεται ανά ημερήσια χρήση και ανά δωμάτιο ή διαμέρισμα, κατά τους μήνες Μάρτιο έως Οκτώβριο, ως εξής:
σε ακίνητα που διατίθενται μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης, 1,50 ευρώ. Αν τα ακίνητα που διατίθενται μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι μονοκατοικίες άνω των ογδόντα 80 τ.μ., επιβάλλεται τέλος ανθεκτικότητας 10 ευρώ.
Κατά τους μήνες Νοέμβριο έως Φεβρουάριο, το τέλος ορίζεται σε 0,50 ευρώ. Αν τα ακίνητα που διατίθενται μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι μονοκατοικίες άνω των ογδόντα 80 τ.μ., επιβάλλεται τέλος ανθεκτικότητας 4 ευρώ.
Επιπλέον αυξήθηκαν τα πρόστιμα για μη εγγραφή στο Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Μίσθωσης: το πρόστιμο για μη εγγραφή στο Μητρώο, το οποίο ήταν οριζόντιο (5.000 ευρώ), ορίζεται πλέον στο 50% των ακαθάριστων εσόδων του εκάστοτε τελευταίου φορολογικού έτους και κατ’ ελάχιστον στις 5.000 ευρώ.
Προβλέπεται επίσης και ανώτατο όριο διάρκειας 60 ημερών σε κάθε βραχυχρόνια μίσθωση ξεχωριστά. Δεν μπορεί δηλαδή κάποιος να νοικιάσει βραχυχρόνια ακίνητο για περισσότερο από δύο μήνες.
Το κατά πόσον οι αλλαγές αυτές θα λειτουργήσουν προς την κατεύθυνση που επιδιώκεται και σε ποιο βαθμό μένει να φανεί. Σαφέστερη εικόνα εκτιμάται ότι θα δώσει η αγορά μετά και την ολοκλήρωση της θερινής σεζόν του 2024.
Πηγή: «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»