Δεκέμβριος, ο μήνας των Μεγάλων Γιορτών. Ο καιρός σπάνια χαμογελούσε, με το λαμπερό χαμόγελο του ήλιου και ήταν πότε κρύος, πότε άγριος, συννεφιασμένος και βροχερός, αλλά και μερικές φορές χιονισμένος.
Ο μανιασμένος βοριάς, αφού απογύμνωσε και τα τελευταία φυλλοβόλα δέντρα, προσπαθεί να εισβάλει στα σπίτια, με την ψυχρή του ανάσα.
Στο ορεινό χωριό Ασφενδιού οι καμινάδες από την παρασκιά και το τζάκι δεν έσβηναν, για να ζεστάνουν το καθημερινό φαγητό και μαζί όλο το σπίτι.
Οι νοικοκυρές στο διπλανό σπιτικό φουρναριό, φούρνιζαν και ξεφούρνιζαν, εκτός από το βδομαδιάτικο σταρένιο ψωμί, μελομακάρονα, κουραμπιέδες, μέχρι και παραδοσιακό μπακλαβά, με μπόλικα μυρωδικά.
Τελευταία μέρα και το κουδούνι στο Σχολείο μόλις έχει κτυπήσει για το διάλειμμα.
Ο επιστάτης, είχε ήδη ρίξει την σκόνη γάλακτος, μέσα στο μεγάλο καζάνι που έβραζε. Τα παιδιά στοιχισμένα το ένα πίσω από το άλλο, περίμεναν υπομονετικά στη γραμμή το Σχολικό συσσίτιο, για να γεμίσουν το τσίγκινο κατσαρολάκι με γάλα ή την καστανιά τους, μαζί με το κίτρινο τυρί από τον γκαζοντενεκέ. Έπιναν το γάλα στην αυλή του Σχολείου, εκεί στο ορεινό Ασφενδιού, μαζί με το σπιτικό, σταρένιο, ζυμωτό ψωμί, που ήταν βρεγμένο με λίγη ζάχαρη ή αλειμμένο με γλίνα, δηλαδή με χοιρινό λίπος. Παράλληλα χαίρονταν, γιατί ήταν η τελευταία ημέρα, όπου τα Σχολεία θα έκλειναν, για το γιορτινό δεκαπενθήμερο, των μεγάλων Χριστουγεννιάτικων Γιορτών.
Σχεδίαζαν πως θα τρέξουν να στολίσουν το μικρό δενδράκι τους και έπειτα να γίνουν οι παρέες, που θα λένε τα κάλαντα, γυρνώντας από σπίτι, σε σπίτι, στο χωριό τους.
Εκείνο το γιορτινό πρωινό, ο βοριάς σφύριζε μανιασμένος. Ο κοκκινολαίμης, μαζί με μερικά ζωηρά σπουργίτια, τουρτούριζαν όσο έψαχναν για λίγη τροφή. Εχθρικός ο καιρός, παγερός και αφιλόξενος, αλλά η παιδική παρέα ήταν αποφασισμένη και συνεννοημένη, ώστε δεν φοβόταν τίποτα. Πεντέξι σχολιαρόπαιδα, φόρεσαν τα χοντρά παλτά και τα μπουφάν τους, έβαλαν τους πλεκτούς σκούφους, τα κασκόλ και τα γάντια, που τους έπλεξαν η μαμά και η γιαγιά και ξεχύθηκαν στους χωματόδρομους και στα στενοσόκακα, του χωριού τους.
Καθένα κρατούσε και από ένα αυτοσχέδιο τρυγονάκι, με λυγισμένο σίδερο ή ένα παλιό τύμπανο ή ένα χάρτινο καραβάκι, μέχρι και μια μικρή φυσαρμόνικα αγορασμένη, από το μοναδικό μπακάλικο του χωριού.
-Να τα πούμε; Πρόβαλλαν στις πόρτες.
-Πέστε τα, αποκρίνονταν η νοικοκυρά, σε ένα σπίτι που μοσχοβολούσε κανελλο-γαρύφαλλα και βανίλια, ενώ το καταστόλιστο δέντρο, έστεκε καμαρωτό, δίπλα στο στενό παράθυρο. Η γιορτινή κάρτα των ξενιτεμένων, κάτω από το στολισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, φανέρωνε το Θείο Μυστήριο της Γεννήσεως του Χριστού. Παράλληλα τα παιδιά άρχιζαν τα κάλαντα, με την γλυκιά φωνή τους.
‘Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία Γέννηση, να πω στο αρχοντικό σας.’
Ακούγονταν στην γειτονιά οι μελωδικές φωνές των παιδιών.
Κάλαντα από το Λατινικό ‘καλέντα’ που στην Ελληνική ερμηνεία του σημαίνει καλώ δηλαδή προσκαλώ. Κάλαντα που ποικίλουν από τόπο σε τόπο και προέρχονται από τα βάθη της Αρχαιοελληνικής ιστορίας, της Ρωμαϊκής μέχρι και της Βυζαντινής εποχής.
Κάλαντα που τραγουδιόνται με την ευκαιρία των Μεγάλων Γιορτών, όπως και σήμερα στις μέρες μας. Έχουμε κάλαντα παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Κάλαντα έχουμε και το Σάββατο του Λαζάρου, κατά την περίοδο της Λαμπρής.
Οι νοικοκυρές καλοδέχονταν τα παιδιά, και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, για να ακούσουν τα κάλαντα.
‘Αρχιμηνιά και Αρχιχρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά.’
Θεωρούσαν ευλογία, να ακουστούν τα κάλαντα στο στολισμένο, με το Χριστουγεννιάτικο δενδράκι ή με το παραδοσιακό καραβάκι σπιτικό τους.
Τα φίλευαν με φρέσκο αυγό και με μια χούφτα καρύδια, για να κάνουν το ‘κλου,’ δηλαδή να τα σκορπίσουν στο πάτωμα του σπιτιού τους την Πρωτοχρονιά. Αν ήταν έτοιμοι οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, τα μοίραζαν στα παιδιά και φυσικά μαζί και μερικές τρύπιες αξέχαστες πενταροδεκάρες. Τα παιδιά τις μάζευαν και έπαιρναν χρωματιστά μπαλόνια.
Μόλις σουρούπωνε και το κρύο γίνονταν όλο και πιο τσουχτερό, τα παιδιά επέστρεφαν με γεμάτο τον τορβά ή το υφαντό σακούλι στα σπίτια τους, χαρούμενα αλλά ευτυχισμένα.
Το ίδιο σκηνικό θα το επαναλάβουν πάλι με τις γλύκες φωνές τους, αναγγέλλοντας την μεγαλοπρέπεια των Φώτων.
‘Ο μήνας έχει σημερα, πέντε Ιανουαρίου
και όλοι μας εορτάζουμε, τα Φώτα του Κυρίου.’
Οι νοικοκυρές θα καλέσουν και πάλι με τα γλυκίσματα των ημερών, τα παιδιά. Αλλά θα τους προσφέρουν και γλυκούς μαρμαρίτες, αυτούς που φτιάχνουν κυρίως στα χωριά Αντιμάχεια και Μαστιχάρι, ψημένους πάνω στο μάρμαρο και αλειμμένους με μέλι και κανέλλα.
Την επόμενη ημέρα θα βάλουν όλοι τα ‘καλά’ τους τα ρούχα και θα πάνε οικογενειακώς στην Εκκλησία. Οι ευχές ακολουθούν τα κάλαντα, ένα έθιμο διαχρονικό, όπου τα λόγια και η μελωδία, χρωματίζουν ευχάριστα τις Μεγάλες Γιορτές. Τότε τα βράδια οι γιορτινές επισκέψεις, γίνονταν με το φως της λάμπας πετρελαίου. Ωστόσο συνέχιζαν οι νυχτερινές βεγγέρες στο χωριό, να πηγαινοέρχονται από σπίτι σε σπίτι, φορτωμένες με γλυκά και χιλιάδες ευχές, για Χρόνια Πολλά και Καλή Χρονιά.
Ξανθίππη Αγρέλλη.