Ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα, βλέπουμε στην εποχή των ανέσεων και της απανθρωπιάς.
Γροθιά στο στομάχι της πολιτισμένης, σύγχρονης κοινωνίας, οι τελευταίες δυσάρεστες ειδήσεις, πότε με τον πατέρα και τον ανάπηρο γιο, που βρέθηκαν νεκροί κα ξεχασμένοι, εδώ και δυο μήνες.
Πότε με το ηλικιωμένο ζευγάρι, που πέθαναν μόνοι και αβοήθητοι και τους βρήκαν μετά από μια εβδομάδα. Δεκάδες άλλοι συνάνθρωποι μας, βιώνουν καθημερινά την απόλυτη μοναξιά, συντροφιά με τις αρρώστιες τους και την εγκατάλειψη. Φώτα παντού, αυτοκίνητα, κίνηση βιτρίνες, φασαρία, κοσμοσυρροή, στους γεμάτους δρόμους, στην πολύβουη πόλη.
Μέσα στα κλειστά στοιβαγμένα διαμερίσματα, ο καθένας κλείνει ερμητικά τον πόνο, το φόβο, τις αγωνίες, τις χαρές και τις πίκρες, τα προβλήματα του, οικογενειακά και προσωπικά, επαγγελματικά και οικονομικά.
Μια απλή ‘καλημέρα,’ στην πυλωτή της πολυκατοικίας και μια συνηθισμένη ‘καληνύχτα,’ στον ανελκυστήρα.
Οι πόρτες είναι απέναντι η μια στην άλλη, τα παράθυρα είναι δίπλα, δίπλα, μαζί με τα μπαλκόνια. Τα σπίτια μοιάζουν σαν τα κλουβιά, που μέσα τους αιχμαλωτίζουν άκαρδοι, τα άτυχα ωδικά πτηνά.
Όμως δεν αντέχεται αυτή η μοναξιά, μέσα στην πολυκοσμία. Κάποιοι μόνοι, στον πάνω όροφο, αργοπεθαίνουν και οι άλλοι στον κάτω όροφο, είναι βαριά άρρωστοι.
Όταν φύγουν από τη μάταιη ζωή, μόνοι και αβοήθητοι, κάνεις δεν θα τους αναζητήσει, ανάμεσα σε τόσες χιλιάδες κόσμο. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με κινητικά προβλήματα, υπερήλικες και ασθενείς, ζουν ολομόναχοι, δυστυχισμένοι και ανήμποροι, τόσο που δεν μπορούν να πάνε ούτε για τα αναγκαία τους ψώνια ή για τα φάρμακα.
Είναι δίπλα μας και μας βλέπουν και ας έχουν την ευγένεια, να μην μας ενοχλήσουν και ας κρατούν την αξιοπρέπειά τους και να μην ζητάνε βοήθεια. Ενώ εμείς στον αναπαυτικό καναπέ, με μια κούπα ποπ κορν, παρακολουθούμε απαθείς το Παγκόσμιο τηλεοπτικό παράθυρο, να μας φέρνει στο σπίτι κάθε είδους εγκλήματα.
Φονικά, ληστείες, βιασμούς, κακοποιήσεις παιδιών και γυναικών. Έτσι που σταδιακά, τα προβλήματα της κοινωνίας, να τα νοιώθουμε και δικά μας. Νοιώθουμε την τραγική κατάσταση, στο Παγκόσμιο πολεμικό σκηνικό, όπου εξοντώνονται οι άμαχοι και όχι οι υπαίτιοι, όπου ακρωτηριάζονται και σκοτώνονται, αθώα παιδιά και γυναίκες.
Παράλληλα υπάρχουν δίπλα μας αβοήθητοι, οι μοναχικοί άνθρωποι, οι απόμαχοι της ζωής. Ξεχασμένοι από όλους, περνάνε το δικό τους βάσανο.
Που είναι η Κρατική μέριμνα, οι κοινωνικοί λειτουργοί, η βοήθεια στο σπίτι; Που είναι τα ‘υπερήφανα γηρατειά’, των πολιτικών παχυλών υποσχέσεων; Ίσως μερικοί τυχεροί, να πληρώνουν κάποια ιδιωτική νοσηλεύτρια, να τους φροντίζει στο σπίτι.
Άραγε αυτοί που πέθαναν τελευταία, μόνοι και αβοήθητοι, δεν είχαν κάποιους κοντινούς ή μακρινούς συγγενείς, να συντρέξουν και να ρωτήσουν πως πάνε; Αν αυτοί οι ανήμποροι άνθρωποι, χρειάζονται βοήθεια, αν περνάνε καλά και αν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν, να κάνουν ένα μπάνιο και να κοιμηθούν χορτάτοι;
Όμως είναι ξένοι, μέσα στους ξένους, σε μια μεγάλη φανταχτερή πόλη, γεμάτη με πολύ κόσμο. Συνήθως στην ύπαιθρο και στα χωριά, οι άνθρωποι στην πλειονότητά τους, είναι πιο φιλόξενοι, πιο ανθρώπινοι και πιο συντρεχτηκοί. Νοιάζεται ο ένας για τον άλλον και αν αργήσουν να τον δουν στο καφενείο, στο φούρνο ή στο μπακάλικο της γειτονιάς, τότε τον ψάχνουν.
Στα χωριά όλοι είναι γείτονες, γνωστοί, φίλοι και συγγενείς και δεν νοιώθουν ξένοι. Αντίθετα στην πόλη, ποιος θα νοιαστεί, ποιος θα συνδράμει, αυτούς τους μοναχικούς ανθρώπους και τους ηλικιωμένους;
Όλοι αγνοούν την ύπαρξή τους, εκτός αν κρύβεται καμιά περιουσία πίσω τους. Τότε οι συγγενείς, τους παρκάρουν σε ένα Γηροκομείο, περιμένοντας στο τέλος σαν τα αρπακτικά, να πάρουν τη λεία τους. Ξεχνούν πως κάποτε, αυτοί οι άνθρωποι, ήταν ενεργά κομμάτια της κοινωνίας και πρόσφεραν με την εργασία τους πολλά. Ότι ήταν και αυτοί νέοι και έγιναν γέροι, που μας χάρισαν παιδιά και εγγόνια.
Ήταν παιδιά που έπαιξαν στις αλάνες, μεγάλωσαν, ερωτεύτηκαν, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν, δημιουργώντας τις δίκες τους οικογένειες.
Επί πολλά χρόνια, εργάστηκαν σκληρά, για να αναθρέψουν και να μορφώσουν, τα παιδιά τους, αφήνοντας ανεξίτηλα τα χνάρια τους στη ζωή. Όλοι αυτοί, ήταν συμπολίτες μας, που τους συναντούσαμε στο δρόμο και στη γειτονιά μας. Ήταν συντοπίτες, φίλοι, συγγενείς, που έπεσαν θύματα, της αποξένωσης των μεγάλων πόλεων.
Αφού ξεχάστηκαν από όλους, είχαν πια μόνον ο ένας τον άλλον, μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής τους. Ανήμποροι πολλοί από αυτούς, επειδή πια δεν μπορούν να προσφέρουν στην κοινωνία, ζουν ξεχασμένοι στην άκρη, με μια τυπική σύνταξη, συντροφιά με τη μοναξιά τους.
Αφού η κοινωνία και η Πολιτεία, τους θεωρεί πια παροπλισμένους και τους έβαλε στο περιθώριο. Όμως αυτή η μοναξιά τους, είναι και ο ζωντανός τους θάνατος.
Μένουν εκεί απομονωμένοι, σε ένα απρόσωπο διαμέρισμα ή σε ένα δωμάτιο Γηροκομείου, με ένα πιάτο φαϊ και ένα ζεστό κρεβάτι.
Μέσα σε μια απάνθρωπη και πολυθόρυβη πόλη, που οι ψυχροί αριθμοί, μιλούν από μονοί τους. Μια έρευνα, λέει ότι στη χώρα μας, μισό εκατομμύριο, ανήμποροι, ηλικιωμένοι και άρρωστοι συνάνθρωποί μας, ζουν μόνοι και κατάμονοι και μαραζώνουν, γιατί είναι ξεχασμένοι από τα παιδιά, τις νύφες και τα εγγόνια τους.
Περιμένουν με λαχτάρα, μια φιλική κουβέντα, από κάποιο πρόσωπο, γιατί δεν αντέχονται τα γηρατειά, η μοναξιά και η αρρώστιες που τα συνοδεύουν. Δεν αντέχεται η εγκατάλειψη, αφού δεν βρέθηκε κανείς να τους επισκεφτεί, να τους κάνει παρέα, να τους μιλήσει από καρδιάς, να τους κοιτάξει με συμπόνια και να τους πιάσει το χέρι με καλοσύνη, για να τους παρηγορήσει με αγάπη.
Κανείς δεν έκλαψε πραγματικά, βλέποντας τους απόμαχους της ζωής, να φεύγουν μόνοι και αβοήθητοι, για το αιώνιο ταξίδι τους, που μπορεί να είναι οι γονείς, οι παππούδες, οι θείοι μας.
Μακάρι να μην έζησαν έτσι απαρατήρητοι, αλλά να πέρασαν τη ζωή τους γεμάτη με χαρές, απολαύσεις, γέλια, γλέντια και χορούς, έρωτες και αγάπες, ακολουθούμενες, από τις συνήθεις λύπες και στενοχώριες.
Μακάρι να έκαναν όνειρα και αν δεν εκπληρώθηκαν όλα, σημασία έχει ότι ονειρεύτηκαν και η ζωή τους.
Αυτό αξίζει περισσότερο, από το πικρό και γεμάτο με νεανικές αναμνήσεις, μοναχικό τους τέλος. Λέει μια σοφή, λαϊκή παροιμία. ‘Μια μάνα, μπορεί να θρέψει 12 παιδιά και 12 παιδιά, δεν μπορούν να φροντίσουν μια μάνα.’ Μήπως η αλαζονεία, μας τυφλώνει και σκεπτόμαστε εγωιστικά, άκαρδα, απομονώνουμε και βάζουμε στο περιθώριο, τους απόμαχους της ζωής και τους καταδικάζουμε στην βασανιστική μοναξιά τους;
Άραγε θα νοιώσουμε αισθήματα και ενοχές, αφού έχουμε ως κυριότερο σκοπό να πλουτίσουμε, βάζοντας τον εαυτούλη μας, πάνω από όλους, χωρίς ίχνος αλτρουισμού, προς τον διπλανό μας;
Σίγουρα δεν θέλουμε να πιστέψουμε, ότι σε λίγα χρόνια, θα έχουμε την ίδια ή και χειρότερη τύχη.
‘Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, για να ζήσεις πολλά και καλά χρόνια, επί της γης.’
Λέγει η Πέμπτη από τις Θείες, Δέκα Εντολές, του Μωυσή. Ενώ ο Υμνωδός παράλληλα ψάλλει. ‘Κύριε το γήρας περικράτησον’. Κλείνοντας ας θυμηθούμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
‘Χειμώνας βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημαγμένη, μοναξιά και ανία, (βαρεμάρα).
Κόσμος βαρύς, κακός και ανάλγητος. Υγεία κατεστραμμένη, σώμα βασανισμένο. Φθαρμένα σωθικά, λυπημένα, που δεν μπορούν πλέον να ζήσουν και να αισθανθούν, τη χαρά της ζωής.’
Αλλά και το 1977, η αξέχαστη Βίκυ Μοσχολιού, θα τραγουδήσει τους μελοποιημένους στίχους, του Γιάννη Καλαμίτση, από τον Μουσικοσυνθέτη Γιάννη Σπανό, σε δισκάκι, της Εταιρίας ‘ΛΥΡΑ’.
‘Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι, σαν το ξεχασμένο στάχυ. Ο κόσμος γύρω άδειος κάμπος, και αυτοί στης μοναξιάς το θάμπος.
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι, όπως του πελάου οι βράχοι. Ο κόσμος θάλασσα που απλώνει και αυτοί βουβοί, σκυφτοί και μόνοι, ανεμοδαρμένοι βράχοι.
Άνθρωποι μονάχοι, σαν ξερόκλαδα σπασμένα, σαν Ξωκλήσια ερημωμένα, ξεχασμένα.
Σαν εσένα, σαν έμενα.