Ραδιόφωνο Live Επικοινωνία Χρήσιμα τηλέφωνα Φαρμακεία
Follow us
  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΊΑ

Ο παλιός Ιταλικός στρατώνας που είναι μες στην πόλη της ΚωΗ Καζέρμα όπως την λέμε μέχρι σήμερα, ήταν στην ανατολική πλευρά της πόλης της Κω και το κτήμα ήτανε της Κυραννιώς συζύγου Λουκά Λουκίδη, γυμνασιάρχου της Κω και πρωτοκόρη του Αντωνιού του Σταματιάδη του πρώτου μεγαλοκτήμονα της Κω. Συγκεκριμένα η Καζέρμα ήταν μέρος της μεγάλης περβόλας του Αντωνιού του Σταματιάδη που κρατούσε δυτικά από την στρογγυλή πλατεία που παίρνουν τα διπλώματα τα μηχανάκια, προχωρά κάτω στου Γιώργου του Ζήκα το σπίτι, μέχρι τη θάλασσα. Νότια ήταν από την Ελ. Βενιζέλου και ανατολικά μέχρι τον ποταμό που περνά κάτω από τον καλοκαιρινό Ορφέα.Όλη αυτή η έκταση ήταν η περίφημη περβόλα του Αντωνιού του Σταματιάδη που την διασχίζαν καμιά δεκαριά σοκάκια για να χουν πρόσβαση οι Κώοι κάτω στο Λιμάνι και στην παραλία. την περβόλα εκείνη την απαλοτριώσαν οι Ιταλοί και χτίσανε την πόλη της Κω. Αφού λοιπόν την απαλλοτριώσανε στην ανατολική μεριά κάναν την Καζέρμα (τον Στρατώνα) και επειδή το νερό της βορίνας ήταν λίγο οι Ιταλοί κάναν πηγάδια πάνω στο Γιαπιλί βρήκαν καλά νερά τα απλώσανε μεταλλικούς σωλήνες κατά μήκος του Πλατύ ποταμού και όταν φτάσανε μέχρι τον πύργο του Δεσπότη κηρύχθηκε ο πόλεμος και οι Ιταλοί τα φήσαν όλα όπως ήτανε, ρημάδι και ερημώσανε και τελικά το νερό δεν πήγε ποτέ στην Καζέρμα. Και αφου τα αφήσαν οι Ιταλοί μες στο πλατύ ποταμό, πήγε και τα πήρε κάποιος Συμεών Καπλανίδης, πολλοί σωλήνες εγώ ήμουν μικρός και θυμάμαι που τα φόρτωνε στο φορτηγό του Στάθη του Κρασσά και τα παιρνε. Στο σεισμό του 1933, λειτουργούσε πια η Καζέρμα και οι σεισμοπαθείς που ήταν πρόχειρα εγκατεστημένοι μες στο στάδιο σε πρόχειρες παράγκες και έβρεχε ακατάπαυστα επί δύο μήνες, οι μωρομάνες πηγαίναν στην Καζέρμα, ανάβαν οι Ιταλοί φωτιά και ξεραίναν τα ρούχα των παιδιών τους και τους βάζαν και φαί και τρώγανε. Το 1945 ήρθαν οι Άγγλοι, οι Ιταλοί χάσαν τον πόλεμο και φύγανε. Τότε μετά τον πόλεμο, η Καζέρμα επί δημαρχίας Γεωργίου Ιωαννίδη, όλα τα ιταλικά κτίσματα γίναν σπίτια και τα μοιράσαν στους άστεγους και σπιτωθήκανε.Θα αναφερθώ στα ονόματα των πρώτων κατοίκων που κατοικήσαν στην Καζέρμα, από τους οποίους τώρα δεν ζει κανένας.Στη Νότια πλευρά της Καζέρμας, προς το περβόλι του Κόντη, ήταν η Βαγγελία η Τσάμπαλα, που είχε ένα μικρό μπακάλικο και δίπλα έμενε ο Γιάννης ο Κορδιστός με την γυναίκα του Ξένια που ήταν λαμπαδόρος στα γριγριά. Δίπλα έμενε η καλογριά του Αγίου Νικολάου και παραδω καθόταν ο Αναστάσης ο Καματερός, πατέρας του φίλου μου του Γιώργη του Καματερού, γνωστού με το νερό του Καματερού. Θα επανέλθω για τον φίλο μου Καματερό στο επόμενο.Και παραδω έμενε ο Κώστας ο Ασλάνης ο ταχυδρόμος, πατέρας του Τάσου του Ασλάνη του δικηγόρου. Και δίπλα του ήταν ο Γιώργης ο Χατζηνικήτας με το κάρο, πατέρας του Μιχάλη του Χατζηνικήτα. Και παραδώ έμενε ο μπάρμπας μου ο Παράσχος ο Λιπάπης, πατέρας της Μαλάμως που ήταν στο κτηματολόγιο. Μετά έμενε ο Αρχιμανδρίτης Φιλήμων. Εκεί στη γωνιά ήταν ο Παράσχος ο Χόνδρος που είχε ένα μίνι μάρκετ.Πάμε τώρα στη δυτική πλευρά της Καζέρμας στη οδό Αρχιμανδρίτου Φιλήμονα. Κάτω κάτω έμενε το λιβανάκι ο Πασχάλης, αν το θυμάστε ήταν πάντοτε με τον αργιλέ και μετά ήταν ο Γιάννης ο Παρβέρης ο χαμάλης, που κάθε χρόνο την λαμπρή, σήκωνε την Ανάσταση. Στην Καζέρμα έμενε και ο κουνιάδος μου ο Γιάννης ο Μανιάς. Επίσης έμενε ο Αντώνης ο Χαρτοφίλης που δούλευε στην ΑΒΙΚΩ και ο Πανορμίτης ο Φράγκος με τη γυναίκα του Βληνιώ, δούλεψε και μαζί μου, καθώς και ο Στέλιος ο Παμπρής που είχε τα ποδήλατα. Έμενε ακόμα ο Δημήτρης ο Δρόσος, δύτης από το Πυλί, πατέρας του Νίκου και του Θανάση οι Δρόσηδες. Έμενε ακόμα ο Θοδωρής ο Διβόλης πατέρας του Χρήστου του Διβόλη και ένας γέρος ο Μαίρης. Έμενε ακόμα ο Λούκας ο Μαμάκας, ο πρώτος μανάβης μες στην αγορά, ο Γιάννης ο Χόνδεος που είχε το ζαχαροπλαστείο Κρίνος.Στο πάνω μέρος της Καζέρμας έμενε και η Αρχοντία, του Γιάννη του Ιωαννίδη αδερφή, μάνα του Θανάση του Πουλιού, που διεύθυνε την ορχήστρα του Δήμου. Έμενε και ο Ζαμάγιας, οδηγός του Δήμου, ο γιος του ήταν ο Στέργος, ένας από τους καλούς παίχτες του Ανταγόρα.Στο κάτω μέρος προς την οδό Αρτεμησίας, έμενε ο Σταμάτης ο Ξυπολυτάς ο δύτης που είχε τα πολλά παιδιά. Επίσης έμενε άλλος ένας δύτης από το Ασφεδνιού ο Δήμος ο Λιβυδίκος, έμενε και ο Σπύρος ο Χόνδρος γαμπρός της Ανδρογιώγαινας, επίσης δύτης. Και ο Βαγιανός ο Χόνδρος, ο γιος του ο Νίκος έπαιζε μπάλα στον Ανταγόρα μέχρι που έφυγε στην Αυστραλία. Μες στη Καζέρμα έμενε και η Θειά μου η Εψιμανή μαζί με την κόρη της την Κατίνα. Επίσης έμενε ο Λοϊζος ο Παττάκος.Είχε πολλούς, αλλά στα 90 χρόνια σβήνει η μνήμη του ανθρώπου. Αυτούς όλους που έγραψα δεν ζούνε πια.Στο κάτω μέρος της Καζέρμας έμενε ακόμα και ο Μαχαιράς με τη γυναίκα του τη Μερόπη, η οποία ήταν από το Γιαπιλί. Πάνω στο δρόμο έμενε ο Χατζηπέτρος ο ψαράς, που τον λένε και Πέκενι. Η κόρη του η Μαρία είχε το ωραιότερο σπίτι στην καζέρμα, το έριξε κάτω και το έκανε από την αρχή και αγόρασε από εμένα μια ωραία μεζονέτα στο Ψαλίδι και δίπλα στη Μαρία έμενε κάποιος Γεωργουδάκης Καραμούζας. Παρακάτω έμενε ο Σαρδινής ο γέρος που πουλούσε τα παστέλια στη Καζέρμα και δίπλα ο Αλέξη ο Χόνδρος ο Μανίκας, η κοκκινότριχα και δίπλα ο Αριστείδης ο Φουντωτός πατέρας του Σκέγου που έκανε μεταφορές.Και τώρα πιάνω τη βόρειαπλευρά προς την Αρτεμησίας. Στην Ανατολική γωνιά είναι ο φίλο μου ο Στεφανής ο Τρουμούχης (καπαράνος) με τη γυναίκα του τη Ζαχαρώ. Ο γιος του ο Μιχάλης έιναι στην Αμερική και έρχεται κάθε χρόνο. Ανατολικά έμενε ο Λευτέρης ο Καρακιόζης με τη γυναίκα του τη Δόμνα κόρη του Αποστόλη του Πουλιού.Στη βόρεια πλευρά έμενε ο Κώστας ο Καρανικόλας, πατέρας μιας οικογένειας που τους βρίσκαμε με το όνομα καρό. Ο Μιχάλης παντρεύτηκε τη Θάλεια κόρη της Ανδρογιώργαινας, γαμπρός της ήταν ο Παράσχος ο Τσιμισίρης ο ηλεκτρολόγος του Δήμου.Πάμε τώρα στην οδό Αρτεμησίας. Εκεί έμενε και ο Αντώνης ο Καράγιαννης (Κούτρης) που είχε τις όμορφες κόρες και ήταν πεθερός του Σταματουλάκη. Δίπλα του ήταν ο Κώστας ο Μαχαιράς, εκεί πήγαινα και του πλήρωνα τους ηλιακούς θερμοσίφωνες. Και πάμε τώρα μες στην Καζέρμα. Ήταν ένας παλιός αγροφύλακας της Κω ο Αντώνης ο Ελευθερίου που έφυγε αργότερα στην Αμερική.Είχε την πιο όμορφη κόρη μες στην Καζέρμα την Μελετία, που σήμερα κατοικά στο Γιαπιλί που παντρεύτηκε τον Γιάννη τον Σβύνο τον ζαχαροπλάστη. Εκεί έμενε και κάποιος Χόνδρος που η γυναίκα του καθάριζε την τράπεζα , αλλά και ο Ασλάνης ο Πλατέλλας ο Καντούνιας, εκεί έμενε και μια φρουρού και η Τρούμπενα, ο Αντώνης ο Παντελίδης με τη γυναίκα του την Φρόζα.Η άλλη όμορφη της Καζέρμας ήταν η Μαρία κόρη του Πέκενι, η Μελετία ήταν η ξανθιά καλλονή και η Μαρία η μελαχρινή καλλονή.Στην κάτω πλευρά έμενε και μια ωραία γυναίκα η Πασούνα, που ο άνδρας της ήταν ένας Παπαποστόλου δύτης, αλλά τον πιο πολύ καιρό ήταν χωρισμένοι και λιγότερο αγαπημένοι. ένας άλλος από το Γιαπιλί ο Αντώνης ο Χατζηπαυλής με τη γυναίκα του Στεργούλα. Η Κατίνα αδελφή της που ήταν χωρισμένη έμενε και εκείνη στην Καζέρμα. Ο Δημήτρης ο Χατζηβελούδος το γαϊδουράκι έμενε εκεί κοντά στο παγκάκι του Νέγρου και πιο πέρα, έμενε ο Μιχάλη ο Ψαρός ο φορτηγατζής που η γυναίκα του ήταν κόρη του Γιάννη του Μπελά.Ο Γιάννης ο Μανιάς ο κουνιάδος μου είχε δυο γιους, το Νίκο και τον Στεφανή. Μες στη Καζέρμα έμενε και η οικογένεια Μιχαλαρά και η οικογένεια Νικηταρά, αλλά εγώ τους έχω ξεχωρισμένους από τους Νικηταράδες του Ασφενδιού που ήταν αγρότες, γιατί της Καζερμας ήταν ψαράδες.Επίσης έμενε η Κυδωνιά, που κρατούσε από τους Μιχαλαράδες και γύριζε ξυπόλητη και μάζευε καραβόλους και αμανίτες και τους πουλούσε. Ζούσε και η Κεζού του Μητσογιώργη, έμενε και ο Μανόλης ο Κασσάμπαλης, Πρόεδρος του Εργατικού κέντρου. Έμενε και ένας Κουκούλας, πατέρας του Θέμου του Κουκούλα που ήταν υπάλληλος της ΔΕΗ. Έμενε μια ωραία γυναίκα η Πολυξένη, ήταν πιστικούδενα και μάνα του Βασίλη του Πολυξενακιού, ο οποίος έβγαλε και κόρη Πολύξένη και άλλη μια Σταματία, αδερφή του Νικολή του Χόνδρου. Η Σταματία και η Πολυξένη ήταν οι πιο όμορφες μέσα στην Καζέρμα στην εποχή τους. Μες στην Καζέρμα, έμενε ο Λυκόπουλος, όλοι θα τον θυμάστε που είχε καφενεδάκι στην Πλατεία του Πλατάνου. Έμενε και ο Βασίλης ο Παντελής, με τους πολλούς τους γιους. Ο ένας του ο γιος ο Γιώργος ο ράφτης αρραβωνιάστηκε με την κόρη του παπα Μιχάλη (που έμενε και κείνος στην Καζέρμα) και χωρίσανε. Έμενε και ο Σταμάτης ο Στάκκος, ο Γιώργης ο Χόνδρος της Βαγγέλενας, ο Μπουρνής που έκανε διαδρομές με το φορτηγάκι, ο Μιχάλης ο Αυγουλάς και ο Σταμάτης ο Διψελλάς, ο γιος του είναι σήμερα Διευθυντής τράπεζας.Είπαμε ότι από αυτούς δεν ζει κανείς, γιατί ήταν οι πρώτοι που κατοίκησαν.Όποιος το άφηνε το σπίτι, το έχανε, πήγαινε άλλος και έμενε μέσα. Η Καζέρμα σπίτωνε πολύ κόσμο.Κάποτε ήρθε μια επιτροπή του ΠΑΣΟΚ με επικεφαλής της Μελίνα την Μερκούρη για να εκσυγχρονίσουν την Καζέρμα. Χτιστήκαν ωραία σπίτια και κατοικήσαν πάλι οι ίδιοι που κατοικούσαν μέσα.Συνεχίζεται…

  • 09 Ιανουαρίου 2025
  • 0 Σχόλια

  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΊΑ

Η Κέφαλος το πιο απομακρυσμένο χωριό της Κω, πριν 80 και 100 χρόνια που δεν υπήρχε δρόμος και συγκοινωνίες, αποτελούσε μια κλειστή κοινωνία και έσωσαν οι Κεφαλιανοί τις παραδόσεις τους. Αυτό οφέλησε την Κέφαλο γιατί όλοι οι λαϊκιστές και δημαγωγοί που περάσαν από την Κω μας πουλούσαν αλλαγές και εξέλιξη, χαλάσαν την κοινωνία μας και τους Κεφαλιανούς τους έσωσε η απομόνωση.Αν οι Κεφαλιανοί δεν είχαν επαφή με την υπόλοιπη Κω, είχαν τα καϊκια τους και νταλαβερίζονταν με την Καλυμνιακή αγορά και αυτό τους ήρθε σε καλό, γιατί οι Καλύμνιοι προστάτευσαν τις παραδόσεις τους, την ώρα που εμάς μας τις εξανεμίσανε οι λαϊκιστές δημαγωγοί πολιτικοί, που ερχόταν κατά καιρούς στο νησί μας.Ένας λόγιος Κεφαλιανός γιατρός, ο Χαράλαμπος Νικολής γράφει πως χτίζανε οι φτωχές και ορφανές κόρες τα σπίτια τους. όπου υπήρχε μια φτωχή και ορφανή κόρη, όλοι μαζί οι γείτονες, μια γειτονιάς χτίζαν το σπίτι της και παντρευότανε. Αυτή η φιλανθρωπία των Κεφαλιανών ξεπερνά ακόμα και το Τούρκικο ζιαφέττι.Σας αφήνω να το δείτε όπως το περιγράφει στο βιβλίο του ο Χαράλαμπος Νικολής με την ωραία κεφαλιανή ντοπιολαλιά.ΗΤΑΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟΗ Βαγγελιώ, κόρη της παντρειάς, ήταν ορφανή από πατέρα και μάνα. Βοηθούσε κι έμενε στο σπίτι της αδερφής της μάνας της, γριά φτωχή κι ανήμπορη. Κοπέλα στο χωριό μας, χωρίς το δικό της σπίτι, να παντρευόταν και να μπαινε σε κόσμο, αποκλειόταν.Σαν όλες τις άλλες έπρεπε να χει και κείνη το φτωχικό της. Ούτε ανώγεια, ούτε κατώγεια. Ένα μονόχωρο κτίσμα τρία επί έξι κάτοψη και δύο εξήντα ύψος. Από την αδερφή της μ’ έναν άνδρα του μεροκάματου και πέντε κουτσούβελα τι να περίμενε. Στη συνείδηση, όμως των συγχωριανών της φούντωνε σιγά σιγά, η πατροπαράδοτη στήριξη των πολύ φτωχών ορφανών κοριτσιών. Εκείνων που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα.Και κάποια μέρα η απόφαση πάρθηκε. Όσοι ήθελαν, θα βοηθούσαν η Βαγγελιώ να αποκτήσει το δικό της σπίτι. Συγκινητική η συμμετοχή του κόσμου. Και ποιος δεν βοήθησε, ο καθένας μ’ αυτό που ήξερε να κάνει κι αυτό που μπορούσε. Άλλοι με τα γαϊδούρια τους κι άλλοι με τα μουλάρια τους, της κουβάλησαν τις πέτρες για το κτίσιμο.Οι τρεις ασβεστάδες του χωριού, έστησαν κι έκαψαν ένα μικρό ασβεστοκάμινο για χάρη της. Όσοι είχαν τα κατάλληλα εργαλεία έκοψαν ευθύκορμους ασκέθρους και τους πελέκησαν, για να βγάλουν τα δοκάρια της στέγης. Τέσσερις – πέντε, που ξέρανε να δουλεύουν το μαλά και το μυστρί και πολλοί πουργκοί που ξέρανε να μαλάσσουν λάσπη από ασβέστη και πορσελάνη, με τα μούτρα πέσανε στη δουλειά. Σ’ ένα Σαββατοκύριακο μέσα, σήκωσαν τους τέσσερις τοίχους.Η Βαγγελιώ μαζί με εφτά – οκτώ συνομήλικές της, έπλεξαν την καλαμωτή πάνω από τα δοκάρια, με καλάμια που κόψανε από απόμακρες ποταμιές, τα καθάρισαν και τα μετέφεραν στους ώμους τους οι ίδιες. Πάνω από τα πλεγμένα καλάμια άπλωσαν μια στρώση βούρλα, που τα είχαν κόψει αό τις ίδιες εκείνες ρεματιές και πιο πάνω απ’ αυτά τα στεγνά φύκια της θάλασσας που χαν κουβαλήσει από το Κοχυλάρι. Πάνω από τα φύκια απλώθηκε μπόλικη ξερή πορσελάνη που επικαλύφθηκε με το αδιάβροχο άσπρο σαπουνόχωμα, το δωματόχωμα. Η στέγη ήτανε κιόλας τελειωμένη. Έμενε το θυρίωμα, έτσι λέγανε το κλείσιμο της εισόδου. Κάποιοι αυτοδίδακτοι ξυλομαραγκοί νοιάστηκαν και γι’ αυτό. Η πόρτα, το μόνο κούφωμα του σπιτιού, ήταν κομμένη εγκάρσια, χωριζόταν δηλαδή στην κάτω και στην πάνω μισή πόρτα. Η κάτω ήταν πάντα κλειστή κι αμπαρωμένη, για να μην μπαίνουν οι σκύλοι, οι χοίροι και προπάντων οι ελεύθερες κότες που κουτσουλούν ασταμάτητα. Η πάνω, αντίθετα, ήταν ανοιχτή όλη μέρα, για να φωτίζεται το σπίτι και για να μην ασφυκτιούν οι ένοικοί του. Το σπιτάκι της Βαγγελιώς κτίστηκε κολλητά στο φτωχόσπιτο της αδελφής της, αντικριστές είναι οι πόρτες τους. Κάτι πολύ όμορφο και βολικό για τις δυό τους. «Μία πόρτα μια αυλή» Που σημαίνει την εκμηδένιση κάθε απόστασης μεταξύ τους. Αυτή ναι άλλωστε, η βασική γραμμή δόμησης σ’ ολόκληρο το χωριό. Το συμπλησίασμα των σπιτιών με τις ανοικτές πάνω πόρτες τους, που, ναι μεν, δεν κρύβουν από τα μάτια των απέναντι και των περαστικών πολλά ανάπρεπα της ενδοοικογενειακής τους ζωής, ωστόσο όμως, έχει ένα αντιστάθμισμά του, την εξάλειψη της απομόνωσης, την απεριόριστη επικοινωνία και το ψυχικό δέσιμο, που φθάνει ως το κτίσιμο των σπιτιών στις πάμφτωχες ορφανές!

  • 11 Δεκεμβρίου 2024
  • 0 Σχόλια

  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΊΑ

Έχω ευχάριστες αναμνήσεις από το Ασφενδιού και τις Χαϊχούτες από τα χρόνια που πηγαίναμε στα πανηγύρια του Αη Δημήτρη και του Ασωμάτου. Έχτισα και μερικά από τα γραφικά σπιτάκια του Ασφενδιού, έχτισα και ένα κτίριο ενός Γάλλου τραπεζίτη μες στη Ζιά και μια Κυριακή πρωί περίμεναν έναν εργάτη εκεί στην Παναγιά την Βαγγελίστρα να τον πάρω στη δουλειά. Και όπως ήμουν στο αυτοκίνητο άκουγα την καμπάνα της Παναγιάς Βαγγελίστρας να χτυπά και συγχρόνως όλες μαζί τις καμπάνες του Λαγουδιού, της Ζιάς, του Ασωμάτου και βαθιά βαθιά του Αη Δημήτρη στις Χαϊχούτες και έλεγα, θεέ μου τι αρμονία ήταν αυτός ο ήχος που έβγαινε μέσα από τις 5 καμπάνες.Άλλη μια φορά έχτιζα το σπίτι του Δημήτρη του Κουρέρη και μου έφερε γιαπράκια, ανθούς παραγεμιστούς η θειά μου η Δεσποινιώ η γριά, η προγιαγιά των Πασσανικολάκηδων του Ασφενδιού που ήταν και μενα θεια μου γιατί ο άντρας της ο Γιώργης ο Πασσανικολάκης, ο προπάππους των Πασσανικολάκηδων του Ασφενδιού, ήταν συγγενής μου από το Γιαπιλί.Τα εφερα και τα φαγα πάνω στη σκαλωσιά. Εκείνη την στιγμή δεν τη ξέχασα ποτέ. Το Ασφενδιού και οι Χαϊχούτες ήταν ανέκαθεν η συμπάθειά μου και μέχρι σήμερα ψηφίζω Ασφενδιανό Δήμαρχο. Ο Οκτώβρης είναι ο Αη Δημητριώτης, έτσι τον λέγανε οι Ασφενδιανοί. Κουβέντιασα με παλιούς επιτρόπους του Αη Δημήτρη και έμαθα ότι ο Αη Δημήτρης χτίστηκε επί Τουρκίας, με τουρκικό φιρμάνι που έγραφε ότι ο Αη Δημήτρης να χτιστεί στην ίδια θέση που υπήρχε η προηγούμενη εκκλησία και στα ίδια μέτρα, ούτε πιθαμή παραπάνω.Μες στη Μητροπόλη της Κω σώζεται τουρκικό φιρμάνι δυσδιάβαστο και αυτό λέει ότι ο Αη Δημήτρης χτίστηκε το 1805. Το έτος 1943 μες στον πόλεμο λειτούργησε ο νάρθηκας του Αη Δημήτρη σαν σχολείο με πρωτοβουλία του Αντώνη Κιοσόγλου, ο οποίος πλήρωνε τους δασκάλους και τα βιβλία και τα τετράδια των μαθητών. Έχω πάει πολλές φορές στις Χαϊχούτες. Όταν θεμέλιωνα ένα μεγάλο κτίριο, από τα πολλά που έχω χτίσει στην Κω, πήγαινε με τον γάδαρό μου και καλούσα τον Παπά Γιώργη τον Μυλωνά που ήταν εφημέριος του Αη Δημήτρη και μου έκανε αγιασμό. Τον είχα τυχερό παππά και δεν τον άλλαζα ποτέ. έχω κάνει γλέντια στον Αη Δημήτρη και στα καφενεία των Χαϊχούτων, όχι και ολίγα. Τώρα στα 90 μου πια είμαι γέρος και δεν μπορώ να πάω και τους στέλνω τα χαιρετίσματά μου με ένα ωραίο ποίημα, που είναι τόσο ωραίο που όταν το έγραφε ο Γ. Αθάνας θα νόμιζε κανείς ότι το έγραφε αποκλειστικά για τον Αη Δημήτρη των Χαϊχούτων:Το χωριό μας που δεν είναι και ομορφότερο στην πλάσηΜας αφήσαν οι γονείς μας μια γερόντισσα εκκλησιάΔεν της έχουμε φτιαγμένο μαρμαρένιο εικονοστάσιΤα καντήλια της δεν είναι κρυσταλλένια και χρυσάΦτωχικά ντυμένους έχει και τους γέρους της παπάδεςΤαπεινοί οι δυο της ψάλτες είναι πάντα εργατικοίΣτα μανάλια της μεγάλες δεν ανάβουμε λαμπάδεςΣτον αφέντη Αη Δημήτρη το μικρό κεράκι αρκείΚαι όμως στον μικρό της χώρο που όλους και όλους δεν μας παίρνειΤου Θεού το μεγαλείο το αισθανόμαστε τρανόΠουθενά πιο μυρωμένο δεν καπνίζει το λιβάνιΠουθενά το καντηλάκι δεν σπιθά πιο φωτεινόΣτην καλή μας εκκλησούλα όλοι μας εκεί στη μέσηΧριστιανοί στην κολυμβήθρα γίναμε κλαψαριστάΘα γελάσουμε μια μέρα και γαμπροί στην ίδια θέσηΘα σωπάσουμε μια άλλη με τα μάτια μας κλειστά

  • 06 Νοεμβρίου 2024
  • 0 Σχόλια

  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΊΑ

Με αφορμή τις ξεροχρονιές που ζούμε σήμερα, θα αναφερθώ, στις βαροχειμωνιές που ζήσαμε στα παιδικά μας χρόνια. Ποσπερίζαμε με τον Μιχάλη τον Βαγιανό και μου λέγε ότι οι Κώοι δεν φοβηθήκανε τον σεισμό του 1933 όσο τις βροχές που πιάσανε το απόγευμα της ίδιας μέρας του σεισμού κει έβρεχε επί 40 μέρες.Οι σεισμοπαθείς μες στα χαλάσματα, τα παιδιά κλαίγανε, τα ρούχα ήτανε βρεμένα, δεν είχαν ξερά ρούχα να κοιμηθούνε, ούτε να ντυθούνε. Έβρεχε 40 μερες ραγδαίας βροχής και ακατάπαυτες. Οι Ιταλοί τους στήσαμε παράγκες με τα παλιά ξύλα του σεισμού μες στο στάδιο και τους δώσανε κουβέρτες και σκεπαστήκανε. Οι μωρομάνες πηγαίναν στην Καζέρμα που ήταν δίπλα τους, τους βάζαν οι Ιταλοί μαγκάλια με κάρβουνα και ξερέναν τα ρούχα τους.Θα σας πω πως ξεραίναν τα ρούχα τους στο σεισμό. Είχαν το μαγκάλι από κάτω και από πάνω ένα κοφίνι κουπασμένο και από πάνω στιβάζανε πολλά ρούχα. Τα ρούχα από το μαγκάλι ξερένονταν πολύ γρήγορά. Είχε πολλά μαγκάλια και κοφίνια και ξερένανε όλες με την φωτιά και κάπου κάπου το βρέχανε το κοφίνι από μέσα για να μην πάρει φωτιά. Αλλά το στάδιο έπιανε μέσα νερό, ένα γόνατο, και τα μπαούλα τους πλέανε μες στο νερό. Μας λέγαν οι σεισμοπαθείς τα βάσανο τους 40 μέρες μέσα στο στάδιο.Ο Κώστας ο Τυράς, ο φίλος μου, μου έλεγε ότι είχενε σπαρμένο πρώιμο κριθάρι και το θέρισε πρώιμα και άρχισε να το αλωνίζει. Την ημέρα που το αλώνιζε την άλλη μέρα έπιασε βροχή και το κριθάρι μέσα στο αλώνι νέμισε και πρασίνισε το αλώνι. Έκανε τον σταυρό του που έβλεπε ακραία καιρικά φαινόμενα. Οι σεισμοπαθείς μέσα στο στάδιο δεν μπορούσαν να ανάψουν φωτιά να μαγειρέψουνε και οι Ιτλαοί από την Καζέρμα τους βάζαν φαί. Ο φίλος μου ο Τάσος ο Χόνδρος, μου έλεγε ότι την χρονιά του σεισμού είχανε χωράφια σπαρμένα στ Τσαϊρια. Εκεί οι γεωργοί είχανε καλαμιώνες, κατά το βοριά, να παντούν το κρύο και έριξε τότε χοντρά χιόνια και τα καλάμια τα άλεσε και τα έκανε θρύμματα με το χιόνια. Δεν άφησε καλάμι για καλάμι. Την άλλη χρονιά του σεισμού, ήτανε Χριστούγεννα. Η Βρούβενα η μάμμη της γυναίκας μου ήταν μια ανδρογυναίκα θεριό πράμα. Πήγαινε και κάνανε Λαμπρή και Χριστούγεννα με τον αδερφό της τον Αντώνη στο Παραδείσι. Αλλά ο πλατύς ποταμός ήταν κατεβασμένος και δεν περνιόντανε από το πολύ νερό. Για να περάσει άνθρωπος ήταν αδύνατο πράμα. Η Βρούβενα, έμπειρη γυναίκα, σήκωσε πάνω τα φουστάνια της και τα δέσε στην μέση της. Σήκωσε το χεϊπέ τα φαγιά στον ώμο της, σήκωσε από τη μια της μασχάλη τους δυο της γιους και από την άλλη τον άνδρα της και με το βάρος που σήκωνε, πέρασε πέρα. Ο Ανδριάς ο Σβουρένος το θεριό του Γιαπιλιού πέρασε το πρωί και ήταν κάπως πιο λίγο το νερό και πέρασε. Το απόγευμα ήταν φουσκωμένος ο ποταμός. έβγαλε το παντελόνι για να μην πιάνει πολύ νερό, σήκωσε τον γάδαρο στα νεφρά του και βάρυνε και πέρασε πέρα. Οι παλιοί άνθρωποι για να περάσουν έναν ποταμό έπρεπε να σηκώνουν μεγάλο βάρος. Γύρω από το έτος 1940 από τις πολλές βροχές ο δρόμος της Αγιάς Τριάδας, από του Ζερβάνου τον Πύργο μέχρι κάτω την χώρα, όλο το χειμώνα έτρεχε σαν ποταμός, ακόμα και τις καλοσύνες. Από τις πολλές βροχές τα πηγάδια ξεχειλίζανε και τρέχαν έξω στο δρόμο, πολλά πηγάδια και ντουλαποπήγαδα και πέφτανε μες στο δρόμο και ο δρόμος στράγγιζε μες στους υπονόμους της πόλης.Την βραδιά της πλημμύρας 17/1/1961 ο καιρός ήτανε μπουρουνιασμένςο και είχε σκοτεινιάσει η μέρα πριν την ώρα της.  Είχαμε εκείνη τη βραδιά καλό μεζέ και πήγα να πω του Αριστοτέλη να ρθει να μας παίξει τη λίρα. Όταν ερχόμαστονε, ακούμε μια αλεπού που έκλαιγε μες στην παλιοϊστέρνα. Μου λέει ο Αριστοτέλης ότι αυτή η αλεπού ή λάμνει ή κακό καιρό νιώνει. Και δεν έπεσε έξω. η αλεπού προέβλεψε την πλημμύρα που θα γινόταν εκείνη την νύχτα. Θα καταγράψω τον ποταμό της Παναγιάς Τσουκαλαριάς. Χάλασε το γεφύρι του Αη Γιάννη και δεν ήταν η πρώτο φορά που το χαλούσε. Πέρασε μέσα από τα αμπέλια και κουβάλησε χαλικούρα μες στα αμπέλια και τα χώσε. Πέρασε μέσα από τα περβόλια και έριξε κάτω τις ψηλές κουμούλες και πο κει βγήκε στην όλη και γέμισε την πόλη λάσπη. Έπνιξε την Καζέρμα, την Αγιά Μαρίνα. Το περβόλι των Αξιπάχηδων ήτανε περιφραγμένο με μπλέγματα. Εκεί πάνω ήταν μπλεγμένη και πνιγμένη μια γριά κάποια Γιαννούλενα. Εκεί που έχτισα εγώ αργότερα το εμπορικό κέντρο. Την άλλη μέρα πήγα κάτω και είδα όλη την καταστροφή. Οι δρόμοι της Αγιάς Μαρίνας και η Καζέρμα ήτανε όλο λάσπη. Είχε πνιγμένες κατσίκες μες στην πόλη και είδα τον Γιώργη τον Πασσανικολάκη τον φουρνάρη, που τις έβγαζε το γουρούνι από το λαιμό της.Πήγα στην Καζέρμα και είδα τον Δήμαρχο τον Κουρελάκη που είχε τα συνεργεία του Δήμου και καθάριζε από τη λάσπη και ο ίδιος ο Δήμαρχος μοίραζε κουβέρτες και κοτόπουλα στους πλημμυροπαθείς. Τέτοιες πλημμύρες έκανε εκείνα τα χρόνια.Εγώ τα έφτασα. Τα παλιά σαραντάμερα, έβρεχε σαράντα μέρες και οι Κώοι ζούσαν με τις κουμπάνιες που γεμίζαν τα αμπάρια τους από το καλοκαίρι. Τέτοιους χειμώνες ζήσαμε εμείς και τώρα ζούμε τις ξεροχρονιές και την οργή του Θεού που κατήργησε τους χειμώνες και ζούμε με συνεχόμενα πυρακτωμένα καλοκαίρια και ψηνόμαστε.

  • 16 Οκτωβρίου 2024
  • 0 Σχόλια

  • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΊΑ

Το αφήγημά μου θα περιοριστεί μόνο σε δύο κυνηγούς της Κω, ένας Ρωμιό και έναν Τούρκο, βουνίσιοι κτηνοτρόφοι και οι δυο. Και από κει θα βγάλετε τα συμπεράσματά σας.Εγώ έζησα το περιτσέττι του κυνηγιού, ύστερα από τόση παραγωγή στα βουνά της Κω, όταν ήτανε τα βουνά σπαρμένα. Έγραψα στο προηγούμενό ότι τον Απρίλιο που ήταν αναπτυγμένες οι σπορές ήταν απολαυστικό θέαμα να γυρίζει κανεις να δει τις σπορές των βουνών που τις φυσούσε το μελτέμι και κυματίζανε. Άρχιζε το κύμα αοό τις πρόποδες και έσβηνε πάνω στη ράχη ευλογία θεού. Οι πηγές στα βουνά της Κω ήταν άφθονες, κάθε 100 μέτρα είχε και μια πηγήΦανταστείτε ύστερα από τόσες σπορές , τόσα νερά στα βουνά, τι λαγούς και πέρδικες είχε. Οι δύο φίλοι μας λοιπόν ο Παναής ο Στάκκος και ο Ξεϊνης. Εμείς Ξεϊνη τον λέγαμε αλά το όνομά του ήτα ν Χουσεϊν Παπουτσαλάκης. Ήτανε φίλοι και συντρόφοι στο κυνήγι. Ο Παναής πιο παλιός κυνηγός , ήξερε πιο πολύ τα κατατόπια και ο Ξεϊνης δεινός σκοπευτής ήταν βραβευμένος από τους Ιταλούς στη σκοποβολή, είχε και χαρτί τιμής ένεκεν. Ο Ξεϊνης ήταν γείτονάς μας στο Γιαπυλί και μας το δειξε το χαρτί που το χε στην τσέπη του μέχρι που δεν το πιανε αγκίστρι. Κάθε φορά που το βγαζε ήταν και πιο μικρό και όχι ότι το χασε, αλλά κάποια στιγμή δεν υπήρχε πια. Είχαν συντροφιάσει οι δυο φίλοι και κάμαν το κυνήγι επαγγελματικό και τα εμπορεύονταν. Ήταν τόσο περιζήτητα τα θηράματα που αυτοί δεν ψάχναν για πελάτες οι πελάτες τους ψάχνανε. Ο Παναής είχε ένα καλό πελάτη τον Αναστάση τον Πατινιώτη, που ήταν το πρωτοπαλίκαρο της Κω και ο Παναής ήταν το πρωτοπαλίκαρο των βουνών. Αυτοί όμως ήταν πρώτοι φίλοι. Ο Παναής προμήθευες τον Αναστάση λαγούς και το φαϊ του Αναστάση ήταν ο λαγός στιφάδο. Ο Παναής τον Αναστάση τον είχε και ανάγκη. Ο Παναής ήταν πρώτος λυράρης, έπαιζε στους Τούρκους αγάδες στα βουνά.Ο Παναής δεν φοβόταν κανέναν, αλλά την ώρα που έπαιζε την λύρα φοβόταν μην πάει κανένας από πίσω και τον χτυπήσει μπαμπέσικα. Γι’ αυτό ήθελε να χει και τον Αναστάση δίπλα του και πολλές φορές του χάριζε τον λαγό για να πηγαίνει ο Αναστάσης μαζί του στο γάμο.Όποτε τον καλούσαν οι αγάδες καλούσε εκείνος τον Αναστάση και πηγαίναν μαζί και τον είχε κοντά του για καλό και κακό. Ο Παναής λοιπόν, αφού συντροφιάσανε με τον Ξεϊνη πηγαίναν αυγή αυγή στο κυνήγι. Όπως ανεβαίνανε άνω τα βουνά, ο Παναής πιο έμπιρος λέει του Ξείνή, βλέπει εκεί την Αστιφή που κοκκινίζει από πάνω, αυτή έχει μέσα λαγό.Πάνε πιο πέρα βλέπουν μια αστιφή που κοκκίνιζε και λέει έχει λαγό, πάει πιο πέρα το ίδιο. Λέει ο Παναής τώρα δεν θα της σκοτώσουμε γιατί θα κουραστούμε. Όταν γυρνούσαν το απόγευμα θυμόταν και τους σκότωναν τότε. Αφού σκοτώσαν όσες πέρδικες μπορούσαν να σηκώσουν κάναν και τους λαγούς και τινάξαν προς τα κάτω πήγαν κατευθείαν στις παραγγελίες.Ο πρώτος λαγός ήταν του Αναστάση του Πατινιώτη. Μια φορά πήγαμε με τους γαδάρους να κόψουμε βέργεςς με τον Αριστοτέλη τον Κεφάλα και πιάσαμε ποταμό ποταμό Ντερμέ Ντρερεσί και ανεβαίναμε πάνω. Όπως ανεβαίναμε είδαμε ένα χωράφι πάνω από το Ασκληπιείο και μπήκαμε μέσα να κόψουμε βέργες. το χωράφι το χε σπαρμένο νταρί, κάποιος τούρκος είχε δυο παιδάκια που χτυπούσαν τους τενεκέδες να φύγουν οι πέρδικές. Ήταν τόσες πολλές και λυσσασμένες που γυρνούσαν γύρω ύρω το χωράφι και δεν βγαίναν έξα. Κάναμε μερικές πέρδικές εκεί μέσα.Άλλη μια φορά πήγα σε μια μάντρα και πήρα κάτι φαγώσιμο στους πιστικούς. Μου κάναν καφέ έκατσα εκεί και οι πιστικοί πολεμιούνταν έξω στην αυλή. Γυρίζω και βλέπω δίπλα μου ένα καλάθι, σκεπασμένο μ’ένα πανί. Εγώ από περιέργεια το ανοίγω το καλάθι και βλέπω ότι ήταν γεμάτο αυγά της πέρδικας. Ήταν παραμονές της Λαμπρής. Λέω της πιστικούδενας τι καταστροφή είναι αυτή. Μου λέει δεν είναι μόνο αυτά έχω και άλλα και μου φέρνει από μέσα ακόμα ένα μεγάλο καλάθι. Και μου λέει ότι σε όποια μάντρα και αν πας στα βουνά , όλες οι μάντρες έχουν δυο καλάθια αυγά πέρδικας η κάθε μια μάντρα. Και μου κανε εντύπωση πόσες πέρδικές χάνονταν πριν βγουν από το αυγό. Και μου λέει ότι η πέρδικα την χρονιά της δεν την κάνει όσο έψιμη και να μείνει, εκείνη τα πουλιά της θα τα βγάλει. Φανταστείτε τι λαγούς και τι πέρδικες υπήρχαν εκείνα τα χρόνια στα βουνά όταν έχτισα τον πέτρινό μου πύργο στο Γιαπυλί, ήρθε μια πέρδικα κυνηγημένη από ένα γεράκι και έκανε φωλιά κολλημένη πάνω στον πύργο, στον ανατολικό κοντότοιχο. Εγώ περνούσα και πρόσεχα να μην την πατήσω. Εκείνη δεν σηκωνότανε, ήθελε την προστασία του ανθρώπου επειδή την κυνήγα το γεράκι. Είπα στον Στεφανή τον γιο μου πάμε σε μία άλλη δουλειά και θα ρθουμε σε ένα μήνα να της δώσουμε χρόνο να βγάλει τα πουλιά. Όταν πήγαμε μετά από σαράντα μέρες είχε βγάλει τα πουλιά και είχε φύγει. Η πέρδικα όλα μαζί τα βγάζει και εκείνη την ώρα τα τραβά πίσω της. Δεν μένουν ούτε ώρα μέσα στην φωλιά.Ο Παναής ο Στάκκος ένα από τους δύο ήρωες της διήγησής μου ήταν πρωτοπαλίκαρο στα βουνά. Ήταν φίλος μου, και όταν γέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα δικό μου σπίτι και μου έλεγε πόσες δουλειές έκαμε στη ζωή του και πόσα φράγκα έβγαζε. Ο Παναής έβγαζε φράγκα από το κυνήγι, από τις σμύρναινες, την νύχτα καθόταν σε μια πέτρα εκεί στου χαβάρου τον ποταμό και ψάρευε σμύρναινες . Έβγαζε φράγκα από την λύρα που ήταν πρώτος λυράρης στα Βουνά, και βρήκε και σ’ έναν τάφο στα βουνά χρυσά βυζαντινά νομίσματα. Έπαιρνε και από την μάντρα, από το κυνήγι. Είχε νε δυο κόρες, η Σταματία και το Κιουρί, οι ωραιότερες στο βουνό, τις πάντρεψε χωρίς σπίτια. Ο Παναής ήταν λεβέντης και μερακλής και παλικάρι. Πέρασε την ζωή του χουβαρνταλίστικα.Η Κατερίνα που έχει το Σούπερ Μάρκετ στην οδό Αρίστωνος, είναι εγγονή του. Ο Ξεϊνης πάλι, ο σύντροφός του άρχισε να χτίζει ένα σπίτι στο Γιαπυλί πριν από 90 χρόνια και δεν το τελείωσε ποτέ, πέθανε και το άφησε ατελείωτο.Φανταστείτε εσείς πόσο κυνήγι υπήρχε στα βουνά της Κω και πόσο περιτσέττι και σήμερα στα βουνά της Κω δεν υπάρχει κάτι, ούτε πέρδικα να τσιμπήσει.

  • 26 Σεπτεμβρίου 2024
  • 0 Σχόλια

ΕΞΟΔΟΣ