Στην Ελλάδα η επιχειρηματικότητα συχνά θυμίζει μια σχέση εξάρτησης. Από τη μια υπάρχει η ελπίδα, το πάθος, η φιλοδοξία για κάτι καλύτερο. Από την άλλη, υπάρχουν οι πρακτικές του παρελθόντος, οι παθογένειες και οι νοοτροπίες που αρνούνται να φύγουν. Οι επιχειρηματίες δηλώνουν έτοιμοι να προχωρήσουν, να αλλάξουν, να επενδύσουν σε κάτι νέο. Όμως, την κρίσιμη στιγμή , συνήθως (ευτυχώς όχι πάντα) η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Η ταινία «Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου» (2002) του Νίκου Παναγιωτόπουλου αφηγείται την ιστορία ενός εκδότη που ερωτεύεται μια καλλιτέχνιδα νυχτερινού κέντρου και ξοδεύει πέρα από τις δυνατότητές του για χάρη της. Η σχέση τους σημαδεύεται από ζήλια και ανταγωνισμούς, ενώ η κατάσταση περιπλέκεται όταν ο εκδότης θεωρείται ύποπτος για έναν φόνο, την υπόθεση του οποίου ερευνά ένας αστυνομικός που είναι επίσης ερωτευμένος με την ίδια γυναίκα.
Παίζοντας λίγο με τον τίτλο του κειμένου και παρομοιάζοντας την επιχειρηματικότητα ως γένους θηλυκού , προσπαθώ να κάνω μια μεταφορά για ένα οικοσύστημα που βλέπει τις ίδιες παλιές συμπεριφορές να καταστρέφουν κάθε προσπάθεια ανανέωσης. Δεν μιλάμε για πρόσωπα, αλλά για νοοτροπίες που στέκονται εμπόδιο στην προσπάθεια εφαρμογής της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Αν κάποιος χαρτογραφήσει τις συνηθισμένες πρακτικές στον μικρομεσαίο επιχειρηματικό κόσμο της Ελλάδας, θα βρει μπροστά του τα ίδια μοτίβα που κυριαρχούν εδώ και δεκαετίες. Είναι αυτοί οι «αγαπητικοί» που συνοδεύουν κάθε εγχείρημα.
Η επιχειρηματικότητα πολλές φορές δεν ξεκινά από την καινοτομία, αλλά από την ανάγκη για «γρήγορο εισόδημα». Ένα μαγαζί σαν του δίπλα , μια καφετέρια, ένα τουριστικό δωμάτιο. Το ζητούμενο δεν είναι πώς θα μεγαλώσει, θα διαφοροποιηθεί ή θα κατακτήσει αγορές, αλλά πώς θα «βολέψει» την οικογένεια, πώς θα εξασφαλίσει τα βασικά , το οποίο σε κοινωνικό επίπεδο φυσικά είναι θεμιτό. Το επιχειρείν όμως έτσι γίνεται μηχανισμός επιβίωσης και όχι δημιουργίας.
Αρκετά συχνά αντί για στρατηγική μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, κυριαρχεί η λογική του «να βγάλουμε ό,τι προλάβουμε». Το βλέπουμε στις τουριστικές περιοχές, όπου η σεζόν μετατρέπεται σε αγώνα γρήγορου τζίρου, χωρίς ενδιαφέρον για το πώς θα επιστρέψει ο πελάτης ή πώς θα χτιστεί φήμη ποιότητας. Αυτή η βραχυπρόθεσμη λογική καταδικάζει πολλές επιχειρήσεις σε επανάληψη του ίδιου κύκλου: άνθηση το καλοκαίρι, μαρασμός τον χειμώνα.
Επίσης ,η έννοια του «μαζί» παραμένει δύσκολη στην ελληνική επιχειρηματικότητα. Συνεταιρισμοί, clusters, συμπράξεις ,συχνά αντιμετωπίζονται με καχυποψία , πολλές φορές βέβαια αιτιολογημένα λόγω της κακής εφαρμογής από την προηγούμενη γενιά. Έτσι , ο επιχειρηματίας προτιμά να «παλεύει» μόνος του, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει υψηλότερο κόστος, λιγότερες δυνατότητες και περιορισμένη πρόσβαση σε αγορές.
Πολύ σύνηθες το , «να γλιτώσουμε κάτι».Η νοοτροπία του «να γλιτώσουμε κάτι» χαρακτηρίζει δυστυχώς μεγάλο μέρος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα. Αντί ο επιχειρηματίας να δει τη δαπάνη ως επένδυση που θα του αποφέρει μεγαλύτερη αξία στο μέλλον, εστιάζει στην άμεση εξοικονόμηση, κάνοντας περικοπές σε ποιότητα, υποδομές ή ανθρώπινο δυναμικό. Το πρόσκαιρο όφελος δίνει την ψευδαίσθηση κερδοφορίας, αλλά μακροπρόθεσμα οδηγεί σε απώλεια ανταγωνιστικότητας, φήμης και ευκαιριών ανάπτυξης.
Τέλος , το αγαπημένο μου: Κάθε νέα τεχνολογία, κάθε καινούργιο εργαλείο αντιμετωπίζεται με δισταγμό. «Έτσι το κάναμε πάντα» , «όλα τα ξέρετε εσείς» , δύο φράσεις που συνοψίζουν τον φόβο της ανατροπής. Από την ψηφιακή τιμολόγηση μέχρι το ηλεκτρονικό εμπόριο, η δυσπιστία παραμένει ισχυρή. Για να μην επεκταθώ και κουράσω , σας παραπέμπω σε παλιότερα άρθρα , για όποιον ενδιαφέρεται.
Αυτοί λοιπόν οι «αγαπητικοί» δεν είναι απλώς κακές συνήθειες. Είναι τρόπος ζωής, μεγάλο κομμάτι του επιχειρηματικού DNA της χώρας , πράγμα που τους κάνει τόσο δύσκολους να ξεριζωθούν.
Για να κατανοήσει βέβαια κανείς γιατί αυτές οι νοοτροπίες παραμένουν ζωντανές, πρέπει να δει το πολιτισμικό τους υπόβαθρο.Η Ελλάδα είναι χώρα μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων. Από το περίπτερο μέχρι το εστιατόριο, οι περισσότερες επιχειρήσεις γεννήθηκαν ως οικογενειακά στηρίγματα. Η λογική ήταν πάντα «να έχουμε κάτι δικό μας». Αυτό το μοντέλο, ενώ έδωσε δουλειά και εισόδημα σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, δημιούργησε και ένα επιχειρηματικό περιβάλλον χωρίς κλίμακα, χωρίς μακροχρόνια στρατηγική, χωρίς κουλτούρα επανεπένδυσης.Η οικογενειακή επιχείρηση λειτουργεί με όρους οικιακής οικονομίας: κέρδη που μοιράζονται άμεσα, απουσία σοβαρής καταγραφής, δυσπιστία προς το εξωτερικό μάνατζμεντ. Έτσι, οι παθογένειες περνούν από γενιά σε γενιά σαν κληρονομιά.
Δεν είναι όμως μόνο οι παραδοσιακές νοοτροπίες που κρατούν πίσω τις επιχειρήσεις. Υπάρχουν και οι «νέοι αγαπητικοί» που γεννήθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Η εμμονή με την επιδότηση: Το επιχειρείν πολλές φορές δεν ξεκινά από την ιδέα, αλλά από την προκήρυξη. «Βγήκε πρόγραμμα ΕΣΠΑ; Ας κάνουμε μια εταιρεία». Συνηθίζω να λέω στους πελάτες μου και τους στεναχωρώ , ότι αυτός ο τρόπος σκέψης είναι λάθος.Το αποτέλεσμα είναι επιχειρήσεις που στήνονται για να απορροφήσουν επιδοτήσεις και καταρρέουν μόλις στερέψει η χρηματοδότηση.
Το φαινόμενο start-up χωρίς σχέδιο: Η λέξη «start-up» έγινε σημαία. Όμως πίσω της κρύβονται συχνά πρόχειρες προσπάθειες χωρίς επιχειρηματικό μοντέλο, χωρίς στρατηγική, μόνο με ένα λογότυπο και μια παρουσία στα socialmedia. Ο θόρυβος ξεπερνά την ουσία. Προφανώς υπάρχουν και εξαιρέσεις , για να μην παρεξηγηθώ.
Ο φετιχισμός της εικόνας: Η νέα γενιά επιχειρηματιών πολλές φορές επενδύει περισσότερο στην εικόνα παρά στην ουσία. Καλαίσθητες σελίδες στο Instagram, ακριβό branding, εντυπωσιακά εγκαίνια. Όμως πίσω από την εικόνα, τα οικονομικά είναι εύθραυστα. Οι «αγαπητικοί» του σήμερα φοράνε γραβάτα και μιλούν τη γλώσσα του marketing, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: έλλειψη βάσης.
Σε χώρες με παρόμοιο μέγεθος και πληθυσμό με την Ελλάδα, η επιχειρηματική κουλτούρα δείχνει εντυπωσιακές διαφορές: η Πορτογαλία επένδυσε στη συνεργασία και δημιούργησε δίκτυα που στηρίζουν ακόμη και μικρές μονάδες, η Δανία οικοδόμησε κλίμα διαφάνειας και αξιοπιστίας που επέτρεψε την ανάπτυξη και τη χρηματοδότηση μικρών επιχειρήσεων, ενώ η Ολλανδία καλλιέργησε κουλτούρα διαρκούς βελτίωσης και καινοτομίας, αντί της ακινησίας του «έτσι το κάναμε πάντα».Το κοινό στοιχείο είναι η υπέρβαση του φόβου, της καχυποψίας, της βραχυπρόθεσμης λογικής.
Γιατί λοιπόν η ελληνική επιχειρηματικότητα αρνείται να αποχωριστεί τις παθογένειές της;
Η ταπεινή μου άποψη είναι ότι είναι βολικές. Η βραχυπρόθεσμη λογική προσφέρει γρήγορα έσοδα. Η αποφυγή καινοτομίας προστατεύει από τον κίνδυνο της αποτυχίας. Η εξάρτηση από επιδοτήσεις μειώνει το ρίσκο.Με άλλα λόγια, οι παθογένειες λειτουργούν σαν ψυχολογική ασφάλεια , όμως, μακροπρόθεσμα είναι θανατηφόρες ,γιατί στερούν την επιχειρηματικότητα από ανθεκτικότητα και βάθος.
Αν κάτι χρειαζόμαστε σήμερα, είναι ένα νέο αφήγημα για την επιχειρηματικότητα. Ένα αφήγημα που θα βασίζεται σε άλλους άξονες ,όπως:
1. Διαφάνεια. Όχι άλλα τεχνάσματα, η βιωσιμότητα περνά από την καθαρή εικόνα.
2. Στρατηγική. Σχέδιο όχι για την επόμενη σεζόν, αλλά για την επόμενη δεκαετία.
3. Συνεργασία. Από τον μοναχικό δρόμο στον δρόμο των συμμαχιών.
4. Καινοτομία. Όχι ως ρίσκο, αλλά ως αναγκαία προϋπόθεση.
5. Εκπαίδευση. Οι επιχειρηματίες οφείλουν να επιμορφώνονται συνεχώς.
Αυτό το νέο αφήγημα δεν μπορεί να το χτίσει μόνος του ο επιχειρηματίας. Είναι υπόθεση συλλογική, κοινωνική. Αφορά το κράτος, τα πανεπιστήμια, τις τράπεζες ακόμη και τους καταναλωτές (τόσα με απόδειξη , τόσα χωρίς)
Εκφράζοντας όπως πάντα τις προσωπικές μου απόψεις , θεωρώ ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα δεν υποφέρει από έλλειψη ταλέντου, ιδεών ή ανθρώπων που θέλουν να δημιουργήσουν. Υποφέρει από την εμμονή να κρατά τις παθογένειές της ζωντανές: τον φόβο, τη βραχυπρόθεσμη λογική, την καχυποψία, την αποσπασματικότητα. Δεν επεκτείνομαι στις κρατικές παθογένειες που είναι μια άλλη τεράστια κουβέντα , έτσι κι αλλιώς με το παρόν άρθρο στόχος μου είναι να καταγράψω τις σκέψεις μου και όχι να αδικήσω τους επιχειρηματίες
Για πολλά χρόνια και για εμένα το αφήγημα ήταν να εξαλείψω τις παθογένειες στον τρόπο σκέψης των πελατών μου. Μέχρι που συνειδητοποίησα κάτι: Το ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε να ξεριζώσουμε τις παθογένειες, αλλά αν θα τολμήσουμε να τις αποχωριστούμε. Γιατί όσο ζούμε με τους «αγαπητικούς», η επιχειρηματικότητα μένει στάσιμη. Και στη σημερινή εποχή, η στασιμότητα ισοδυναμεί με ήττα.
Υ.Γ. Αν θέλετε να δείτε την ταινία , σας προειδοποιώ ότι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της είναι ο τίτλος.
* Το παραπάνω κείμενο εκφράζει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη.
*Για την σύνταξη και διόρθωση του παρόντος, έγινε χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης.
*Ο Βασίλης Βογιατζής MSc , είναι Λογιστής – Φοροτεχνικός Α’ Τάξης , ιδρυτής της Λογιστικής εταιρείας VoyiatzisGroup , με έδρα την Κω.